Παρακαλώ περιμένετε...

ΡΑΝΚΟ ΖΕΡΑΒΙΤΣΑ: Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ

  • 15/07/2020

Του Αντρέα Τσεμπερλίδη

Ακόμα και σήμερα οι τεχνικοί ηγέτες που έλκουν την καταγωγή τους απο την πρώην Γιουγκοσλαβία θεωρούν πώς ακολουθούν μία απο τις δύο "παρατάξεις" της προπονητικής σχολής των Πλάβι. Η πρώτη είναι αυτή που γεννήθηκε στα τείχη του Καλέμεγκνταν, προσωποποιημένη στη μορφή του "προφέσορα" Άτσα Νίκολιτς. Η δεύτερη δημιουργήθηκε στο τρίγωνο του Τσρβενι Κρστ με κύριο εκφραστή της τον "Δικτάτορα" Ράνκο Ζεράβιτσα που με τον Νίκολιτς είχαν μια σχέση ανταγωνισμού αλλά και βαθιάς αλληλοεκτίμησης.

 

Ο Ζεράβιτσα είχε τη φήμη του σκληρού προπονητή, ένας "τύραννος" του παρκέ όπως τον θυμούνται τα μπασκετικά του τέκνα με αρκετούς εξ αυτών να θητεύουν και στην Ελλάδα. Αυτοί που τον ήξεραν απο μικρό όμως δεν απορούσαν με αυτή την σκληρότητα του αλλά τη θεωρούσαν φυσικό επακόλουθο των δυσκολιών που συνάντησε στη ζωή του ο Ράνκο. Σαν παιδί έζησε τη φρίκη του πολέμου και της κατοχής, την πείνα και τις κακουχίες. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν αγώνας για την επιβίωση, ο θάνατος φαινόταν πιθανότερος απο τη ζωή. Στο αγροτόσπιτο των Ζεράβιτσα στο Ντραγκουτίνοβο, τα μοναδικά έπιπλα που είχαν απομείνει απο τις συνεχείς "επισκέψεις" των Ναζί και των Παρτιζάνων του Τίτο, ήταν ένα τραπέζι και το κρεβάτι που κοιμόταν ο Ράνκο με τη μητέρα του τη Λιουμπίνκα. Ο πατέρας του, ο Μίλοραντ φυλακίστηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και όταν επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία το 1945 ξαναβρέθηκε στη φυλακή για να "αναμορφωθεί".

 

Ο 16χρονος Ράνκο έπρεπε να δουλέψει στα χωράφια για να μπορέσει να ζήσει αυτός και η μητέρα του, η τσάπα και το λισγάρι έγιναν εργαλεία επιβίωσης στα χέρια του. Σκληρή δουλειά λοιπόν μέχρι εκείνη την ημέρα του 1945 που στο χωριό εμφανίστηκε ένα σώμα της ΚΝΟJ (Korpus Narodne Ombrambe Jugoslavije) με επικεφαλής κάποιον με το παρατσούκλι "Γκιμπάνιτσα". Μέσα στον σάκο με τα πολεμοφόδια, ο αξιωματικός έκρυβε και κάτι άλλο. Μία μπάλα του μπάσκετ που μάγεψε με την πρώτη ματιά τον νεαρό Ράνκο. Ήθελε να μάθει, να παίξει και αυτός το όμορφο παιχνίδι όπως έκαναν οι αντάρτες στην πλατεία του χωριού του αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να περπατάει καθημερινά την απόσταση των 20χλμ μεταξύ του Ντραγκουτίνοβο και της Κίκιντα, της πόλης όπου ήταν η έδρα της ομάδας " 6 Οκτωβρίου". Η θέληση του ήταν μεγάλη και για δύο χρόνια περπατούσε αδιαμαρτύρητα τα 40χλμ σκάβοντας παράλληλα τα χωράφια που οι απολαβές του απο αυτά επαρκούσαν ίσα ίσα για ένα πιάτο φαγητό. Όταν συνειδητοποίησε πως το μέλλον του ήταν να πεθάνει σαν αγρότης στο Ντραγκουτίνοβο, προτίμησε να πεθάνει τουλάχιστον σαν φοιτητής στο Βελιγράδι.

 

Ήταν 18 χρονών το 1947 όταν πήγε στην πρωτεύουσα για να δώσει εξετάσεις εισαγωγής στο Πολυτεχνείο με απώτερο σκοπό το πτυχίο της Μηχανολογίας αλλά τι είχε πάει εύκολα ως τότε στη ζωή του για να πάει και τώρα; Ένας εκπρόσωπος του κόμματος, τον ενημέρωσε πως ο πατέρας του ήταν φακελωμένος ως "εχθρός του κράτους" και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στον γιό ενός "προδότη" την εισαγωγή στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Απογοητευμένος απο την απόρριψη και μη θέλοντας να επιστρέψει στο Ντραγκουτίνοβο, ο Ζεράβιτσα περιφερόταν στους δρόμους του Βελιγραδίου ψάχνοντας για δουλειά και το βράδυ μην έχοντας πουθενά αλλού για να κοιμηθεί, έβρισκε καταφύγιο στην αίθουσα αναμονής του σιδηροδρομικού σταθμού.

 

Τα βήματα του τον έφεραν και στη γειτονιά του Τρσβενι Κρστ, την έδρα της Ραντνίσκι. Ζήτησε να προπονηθεί με την ομάδα και όταν του είπαν πως μπορούσε να παραμείνει, ρώτησε αν υπήρχε ένα μέρος για να κοιμάται. Του παραχωρήθηκε μια μικρή αποθήκη και ένα στρώμα απο αυτά που χρησιμοποιούσαν οι παλαιστές για προπόνηση που σε σχέση με το παγκάκι του σιδηροδρομικού σταθμού του φαινόταν πεντάστερο ξενοδοχείο. Έμεινε για τέσσερις μήνες στην αποθήκη μέχρι που μια μέρα συνάντησε τυχαία στον δρόμο τον νονό του ο οποίος τον πήρε στο σπίτι του, εξασφαλίζοντας του τροφή και ένα κρεβάτι. Μπορούσε πια να αφοσιωθεί στο μπάσκετ και τη Ραντνίσκι μέχρι το 1950 που έριξε αυλαία στην καριέρα του ως αθλητής για να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό. Έξυπνος άνθρωπος, είχε καταλάβει πως το μέλλον του βρισκόταν έξω απο τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου και για αυτό δέχτηκε το 1951 να αναλάβει την γυναικεία ομάδα των Krstaši, ξεκινώντας το πολύχρονο ταξίδι του στους πάγκους.

 

Το 1954 κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Μίοντραγκ Στεφάνοβιτς στο τιμόνι της ανδρικής ομάδας και με τη δουλειά του βρέθηκε γρήγορα να παρακολουθείται απο τα ραντάρ της "Αγίας Τετράδας". Ήταν ο Νίκολιτς αυτοπροσώπως που του πρότεινε τη θέση του βοηθού στους Πλάβι γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν μιλάμε για γιουγκοσλαβικό μπάσκετ πρέπει να θυμόμαστε πως όλοι ανεξαιρέτως δούλευαν για το συμφέρον και την πρόοδο της εθνικής ομάδας. Στο πλευρό του Νίκολιτς λοιπόν, ο Ζεράβιτσα κατέκτησε τα πρώτα του μετάλλια, ασημένια και χάλκινα στα Ευρωμπάσκετ του 61, του 63 και του 65 και στο Μουντομπάσκετ του 63. Όταν ο "προφέσορας" έφυγε για την Ιταλία, η διάδοχη κατάσταση ήταν έτοιμη και ο Ράνκο πήρε στους ώμους του το βαρύ φορτίο. Με στόχο το Μουντομπάσκετ του 1970 στη Λιουμπλιάνα, ο Ζεράβιτσα άρχισε να προωθεί νέα πρόσωπα στην ομάδα, μεταξύ αυτών και έναν πιτσιρικά 18 χρονών με ντελικάτες κινήσεις. Τον έλεγαν Κρεζιμιρ Τσόσιτς και ο Ζεράβιτσα ήθελε να δημιουργήσει ένα αχτύπητο δίδυμο στη ρακέτα, πλαισιώνοντας τον Ραντιβόϊ Κόρατς με τον νεαρό Κρέζο.

 

Το αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο του 67 έδειχνε να δικαιώνει τον Ζεράβιτσα που ίσως παρασύρθηκε απο την επιτυχία και στο Ευρωμπάσκετ της ίδιας χρονιάς τον Σεπτέμβριο στο Ελσίνκι, πήρε στην αποστολή πέντε παίχτες 19 χρονών αφήνοντας έξω τους βετεράνους σαν τον Ντανέου και τον Κόρατς, βλέποντας μακριά και θέλοντας να ρίξει στα βαθιά νερά το μέλλον του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, τον Σιμόνοβιτς, τον Κάπισιτς και τον ίδιο τον Τσόσιτς. Ο καταποντισμός των Πλάβι στην ένατη θέση σήκωσε τρικυμία αλλά ξανά ο Νίκολιτς και η "Αγία Τετράδα" λειτούργησαν ως κυματοθραύστες, επιτρέποντας στον Ζεράβιτσα να συνεχίσει ανεπηρέαστος τη δουλειά του. Αλλά και αυτός σωστά σκεπτόμενος, με ένα μείγμα εμπειρίας και ενθουσιασμού πήρε δύο συνεχόμενες δεύτερες θέσεις το 68 και το 69 (Ολυμπιακούς και Ευρωμπάσκετ) και περίμενε με αγωνία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1970.

 

Ο θάνατος όμως παραμόνευε εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα στον επαρχιακό δρόμο λίγο έξω απο το Σαράγεβο. Το προηγούμενο βράδυ η εθνική είχε δώσει ένα φιλικό παιχνίδι με αντίπαλο μια μικτή ομάδα απο τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στις 2 Ιουνίου 1969 ο Ζεράβιτσα οδηγούσε προς το Βελιγράδι με συνοδηγό τη σύζυγο του. Πίσω του ερχόταν με το δικό του αυτοκίνητο (ένα Volkswagen Beetle) o Κόρατς, ο οποίος προσπάθησε να προσπεράσει ένα προπορευόμενο όχημα χωρίς να έχει καλή ορατότητα. Ο Ζεράβιτσα είδε με τρόμο στον καθρέφτη του αυτοκινήτου του τη σφοδρότατη σύγκρουση του Volkswagen με ένα λεωφορείο που κινούνταν στο αντίθετο ρεύμα και ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έτρεξε στο σημείο του δυστυχήματος. Με τη βοήθεια των επιβατών του λεωφορείου έβαλε τον τραυματία στο αυτοκίνητο του και ενώ οδηγούσε αλαφιασμένος προς το νοσοκομείο, ο Ραντιβόϊ Κόρατς ξεψυχούσε στο πίσω κάθισμα στην αγκαλιά της Ζάγκα Ζεράβιτσα.

 

Ολόκληρη η Γιουγκοσλαβία θρήνησε για τον τραγικό χαμό του Κόρατς, μεταξύ αυτών και οι συμπαίκτες του στην εθνική που όμως έπρεπε να βρουν τα ψυχικά αποθέματα, να σταθούν γερά στα πόδια τους, να παίξουν και για αυτόν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Ο Ζεράβιτσα κατάφερε να ανορθώσει το καταρρακωμένο ηθικό των Πλάβι και στις 23 Μαΐου του 1970 στη Χαλα Τίβολι της Λιουμπλιάνα, 5.000 Γιουγκοσλάβοι αποθέωσαν τους πρωταθλητές. Ήταν ένας θρίαμβος και μία προσωπική δικαίωση για τον Ράνκο που εκτός απο την απουσία του Κόρατς είχε να αντιμετωπίσει και την καχυποψία του καθεστώτος εξαιτίας της ιστορίας του πατέρα του.

 

Λίγες εβδομάδες πριν απο τη διοργάνωση είχε μια συζήτηση με το δεξί χέρι του Τίτο, τον Στάνε Ντόλαντς. Ο νούμερο δύο στην ιεραρχία τον ρώτησε εάν ήταν μέλος του κόμματος, μία ερώτηση που φυσικά γνώριζε την απάντηση. Ο Ζεράβιτσα απέφυγε την παγίδα, απαντώντας με ύφος που δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες απο τον επικεφαλής των γιουγκοσλαβικών μυστικών υπηρεσιών. " Πείτε μου, θέλετε για προπονητή τον πιο αρεστό σε εσάς ή τον πιο κατάλληλο" και με αυτόν τον τρόπο έκλεισε την κουβέντα. Δύο χρόνια μετά τη Λιουμπλιάνα ο Ζεράβιτσα παραιτήθηκε απο τη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού και άρχισε να σκέφτεται για πρώτη φορά τη λύση του εξωτερικού. Δεν έφυγε όμως πριν απο το 74 αφού παράλληλα απο το 1971 καθοδηγούσε και την Παρτιζάν με τον τρόπο που του άρεσε, να προωθεί και να δουλεύει με νέα παιδιά όπως ο Νταλιπάγκιτς και ο Κιτσάνοβιτς. Το ίδιο έκανε και στη Μπαρτσελόνα στην πρώτη απόπειρα εκτός Γιουγκοσλαβίας όπου στην παραμονή του εκεί εισήγηθηκε την ένταξη στην ανδρική ομάδα του Σαν Επιφάνιο.

 

 

Όταν γύρισε το 1976 στην Παρτιζάν , ο "Praja" και ο "Kiĉa" είχαν πια ωριμάσει και ο Ράνκο παρουσίασε στο γήπεδο το πιο "φονικό" δίδυμο της Ευρώπης. Με μέσο όρο επίθεσης τους 110 πόντους, οι Crno Beli κατέκτησαν το Κόρατς του 78 αλλά έχασαν τον εγχώριο τίτλο αν και είχαν τον πρώτο (Νταλιπάγκιτς) και τον δεύτερο (Κιτσάνοβιτς) σκόρερ του πρωταθλήματος. Μετά απο μια διετία αγρανάπαυσης ως τεχνικός σύμβουλος στην Πούλα, πήρε πάλι στα χέρια του το πηδάλιο των Πλάβι για να τους οδηγήσει στο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο της Μόσχας και στο χάλκινο της Κολομβίας ενώ ήταν ξανά "διπλοθεσίτης" με το αντίπαλο δέος της Παρτιζάν αυτή τη φορά, τον Ερυθρό Αστέρα στον οποίο παρέμεινε εώς το 1986 δίνοντας το βάπτισμα του πυρός στον Μπάνε Πρέλεβιτς και τον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς.

 

Είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους στο γιουγκοσλαβικό μπάσκετ οι μαθητές του με τα ονόματα των Σάκοτα, Τζούροβιτς, Πέσιτς και Μάλκοβιτς να ξεχωρίζουν, την ώρα που ο μέντορας τους ταξίδευε ξανά στην αγαπημένη του Ισπανία για να κάτσει στον πάγκο της Σαραγόσα, έκανε ένα τετραετές πέρασμα απο ιταλικές ομάδες, κοουτσάρισε τα απομεινάρια της Γιουγκοπλάστικα με την ονομασία Σλόμποντνα Νταλμάτσια και κατάφερε να πάρει τελικά και ένα πρωτάθλημα με την Παρτιζάν το 1996.

Όταν αποσύρθηκε οριστικά απο τους πάγκους το 2003, μοίραζε τον πολύ ελεύθερο χρόνο του μεταξύ Βελιγραδίου και Σαραγόσα στην οποία είχε αγοράσει και σπίτι. Εκεί υπέστη το 2009 το πρώτο καρδιακό επεισόδιο το οποίο δεν απέβη μοιραίο αλλά τον άφησε με σοβαρά προβλήματα υγείας που τον οδήγησαν και στο δεύτερο έμφραγμα που είχε ως συνέπεια τον θάνατο του στο Βελιγράδι στις 29 Οκτωβρίου του 2015.

 

Ο Ζεράβιτσα έφυγε απο τη ζωή κάνοντας αυτό που λάτρευε αφού και λίγο πριν πεθάνει, παρακολουθούσε στην τηλεόραση έναν αγώνα μπάσκετ. Πήγε να βρει τον Νίκολιτς για να τσακωθούν ακόμα μια φορά για το αν έπρεπε να πηγαίνεις σε κοντρόλ παιχνίδι ή να αφήνεις την ομάδα να τρέχει, αν ο προπονητής έπρεπε να είναι αγαπητός ή να τον φοβούνται οι παίχτες αλλά και να συμφωνήσουν πως ο νεαρός παίχτης πρέπει να έχει τη μπάλα στα χέρια του όταν αυτή καίει.

 

Τάφηκε στον Κήπο των Επιφανών Πολιτών κοντά στο αγαπημένο του παιδί, τον Ραντιβόϊ Κόρατς. Στην κηδεία του έδωσαν το παρών παίχτες και προπονητές που ήθελαν να τιμήσουν τον δάσκαλο, τώρα Σέρβοι και Κροάτες, Βόσνιοι και Σλοβένοι αλλά όλοι Γιουγκοσλάβοι τα χρόνια των θριάμβων. Ήταν εκεί ο Σκάνσι με τον Σόλμαν, ο Τάνιεβιτς με τον Πλέτσας και τον Νόβοσελ, ο Μάλκοβιτς, ο Μποντιρόγκα, ο Ντανίλοβιτς, ο Νταλιπάγκιτς, ο Σλάβνιτς, ο Κιτσάνοβιτς με τον Ραντοβάνοβιτς.

Το ύστατο προσκλητήριο, η τελευταία εθνική ομάδα του Ράνκο...

 

Σαν Σήμερα