Η φανατισμένη ατμόσφαιρα στο Γιαντ Ελιάου ανάγκαζε τον "Μπάτα" Τζόρτζεβιτς να ξελαρυγγιάζεται στο ταιμ άουτ που μόλις είχε ζητήσει για να δώσει οδηγίες στους παίχτες του. Ο Ερυθρός Αστέρας ήλεγχε μέχρι τότε το παιχνίδι και παρότι η Μακάμπι βρισκόταν μπροστά στο σκορ, οι Γιουγκοσλάβοι ακολουθούσαν απο απόσταση ασφαλείας. Και ενώ ο προπονητής εξηγούσε ένα σύστημα, δύο απο τους παίχτες του αποφάσισαν την πιο ακατάλληλη στιγμή να λύσουν τις διαφορές τους. "Γιατί δεν μου δίνεις πάσα; Είμαι αμαρκάριστος" ρώτησε ο πρώτος. Ο άλλος απαξιούσε εντελώς να του απαντήσει. "Σε ρώτησα κάτι Μόκα" ξαναείπε ο γκαρντ με το σοφιστικέ μουσάκι. Η απάντηση ήρθε άμεσα και ήταν αιτία πολέμου μεταξύ συμπαιχτών και εις βάρος της ομάδας τους."Βούλωσε το Λιουμπο, είσαι πολύ μικρός για να μιλάς. Δεν θα τα κάνεις και εδώ πέρα σκατά". Ο Τζόρτζεβιτς που προείδε την έκρηξη του παίχτη τον κράτησε στον πάγκο. Όταν τον ξαναέβαλε στο παιχνίδι, ήταν τόσο τσαντισμένος και απο κορυφαίος του αγώνα μετατράπηκε στον χειρότερο. Αψυχολόγητες ενέργειες, σουτ τραβηγμένα απο τα μαλλιά και διαρκής εκνευρισμός. Οι Ισραηλινοί δεν άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και ξεκίνησαν την αντεπίθεση που τελικά έφερε το ποθητό αποτέλεσμα και τη νίκη με 113-102. Ο Αστέρας επέστρεψε στο Βελιγράδι και αμέσως η διοίκηση - ουσιαστικά το Κομμουνιστικό Κόμμα - κάλεσε σε απολογία αυτόν που θεωρούσαν ως υπεύθυνο για το επεισόδιο. Η τιμωρία ήταν βαρύτατη και "εκδικητική". Πρόστιμο 300.000 δηναρίων (175.000 δολλάρια) πόσο εξωφρενικό για έναν "ερασιτέχνη" αθλητή και "υποχρεωτική" απουσία απο τις επόμενες αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας.
Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα αντιδρούσε ή θα υποτασσόταν μοιρολατρικά. Όχι όμως ο Λιούμποντραγκ "Ντούτσι" Σιμόνοβιτς. Το μπάσκετ δεν ήταν στην κορυφή των προτεραιοτήτων αυτού του τόσο χαρισματικού μπασκετμπολίστα αλλά συνάμα και αμφιλεγόμενης προσωπικότητας. Έτσι και αυτός λοιπόν, πήρε των ομματιών του και αποχώρησε δηλώνοντας οτι θα αφοσιωνόταν στις σπουδές του. Απο το 1967 είχε καταφέρει να συνδυάσει τον αθλητισμό και την μόρφωση χωρίς το ένα να εμποδίζει το άλλο. Το δίλημμα της επιλογής δεν τέθηκε ποτέ για τον Σιμόνοβιτς αφού στο μυαλό του ήταν όλα προσχεδιασμένα. Το μπάσκετ είχε ημερομηνία λήξης και μετά θα ακολουθούσε η ακαδημαϊκή καριέρα. Οι συμπαίχτες του (ο Τσόσιτς, ο Σόλμαν, ο Τάνιεβιτς και ο Κάπισιτς μεταξύ άλλων) στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων του 1966 στο Πόρτο Σαν Τζόρτζιο, τον έβλεπαν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, στις στιγμές ανάπαυσης. Ο μικρότερος ηλικιακά και ο μοναδικός που αγωνιζόταν σε ομάδα της δεύτερης κατηγορίας (την Σλογκα Κραλιεβο), ο "Ντούτσι" ξεχώρισε με την παρουσία του και βοήθησε τους νεαρούς "Πλάβι" του Ράνκο Ζεράβιτσα να βρεθούν στο δεύτερο σκαλί του βάθρου πίσω απο τους γηπεδούχους Ιταλούς του Μενεγκίν.
Την επόμενη χρονιά ο Σιμόνοβιτς μετακόμισε στο Βελιγράδι ως επιτυχών στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Νομική παίρνοντας παράλληλα και μεταγραφή για τον Ερυθρό Αστέρα. Oι Crvenο- Belli βρίσκονταν σε διαδικασία ανασυγκρότησης και η απόφαση ήταν το χτίσιμο μίας ομάδας με νεαρούς παίχτες απο τα σπλάχνα του συλλόγου και η ενίσχυση τους με επίσης φερέλπιδες απο όλη την χώρα. Ο Μίλαν Μπιεγκόγεβιτς στρώθηκε στη δουλειά με το εξαιρετικό υλικό που βρέθηκε στα χέρια του. Οι γηγενείς Ζόραν "Μόκα" Σλάβνιτς, Ντράγκαν Κάπισιτς και ο μεγαλύτερος Βλάντιμιρ Τβέτκοβιτς, πλαισιώθηκαν απο τους "επαρχιώτες" όπως ο Λιούμποντραγκ και o Ντράγκισα Βούσινιτς. Ο στόχος ήταν η αναγέννηση του κοιμώμενου γίγαντα που είχε μείνει 14 χρόνια χωρίς τίτλο. Οι εμφανίσεις του 18χρονου "Ντούτσι" έφεραν και την κλήση του στην εθνική μαζί με τους γνωστούς απο την ομάδα των Εφήβων. Ο Ζεράβιτσα που είχε προαχθεί επίσης και ήταν πια ο τεχνικός στους Άνδρες κάλεσε τα δικά του παιδιά για το Ευρωμπάσκετ του 67 αλλά το φορτίο αποδείχθηκε βαρύ για τους νεανικούς ώμους τους. Οι "Πλάβι" καταποντίστηκαν στην 9η θέση και το πείραμα πήρε αναβολή.
Ο Σιμόνοβιτς χωρίς εθνικές υποχρεώσεις αφού δεν κλήθηκε στην αποστολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, πρωτοστάτησε ως ηγετική μορφή των φοιτητικών παρατάξεων του κινήματος κατά των οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης Τίτο, τον Ιούνιο του 1968. Ήταν τότε που μπήκε στο στόχαστρο της SDB (Služba Državne Sigurnosti) της γιουγκοσλαβικής μυστικής αστυνομίας με συνεχή παρακολούθηση απο μέρους της. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν, ο Σιμόνοβιτς και ο Αστέρας έκαναν τη μεγάλη έκπληξη στο πρωτάθλημα της περιόδου 68-69. Το νεανικό σύνολο του Μπιεγκόγεβιτς κέρδισε μέσα - έξω όλους τους ανταγωνιστές και έφερε τον τίτλο ξανά στο Βελιγράδι. Ο "Ντούτσι", ο Τβέτκοβιτς και ο Κάπισιτς επιβραβεύθηκαν με την επανάκαμψη στην εθνική και ο Ζεράβιτσα δικαιώθηκε για την επιμονή του στα νέα παιδιά με την κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ της Ιταλίας. Θεωρούμενος ως βασικό στέλεχος των Γιουγκοσλάβων και μόλις 21 χρονών, ο Σιμόνοβιτς θα ζούσε το καλοκαίρι του 70 στη Λιουμπλιάνα, τις πιο μεγαλειώδεις μέρες με τη γαλάζια φανέλα. Ο όρκος της "Αγίας Τετράδας" οτι θα γινόντουσαν Παγκόσμιοι Πρωταθλητές τηρήθηκε στις 23 Μαΐου στον αγώνα με τους Αμερικανούς. Το κλειδί στη μεγάλη νίκη που ουσιαστικά χάρισε τον τίτλο στους "Πλάβι" ήταν η κυριαρχία των ψηλών Τσόσιτς και Σκάνσι και η περιφερειακή άμυνα του" Ντούτσι" πάνω στον Κενι Ουάσινγκτον. Οι Γιουγκοσλάβοι πατούσαν στην κορυφή του κόσμου και έβαζαν τις βάσεις για τη "Χρυσή Δεκαετία".
Ο Σιμόνοβιτς είχε όλο το μέλλον μπροστά του με την προοπτική να γράψει ιστορία. Δεν είχε προετοιμαστεί όμως για αυτά που τον περίμεναν. Ο Αντριγιάσεβιτς είχε πάρει τη θέση του Μπιεγκόγεβιτς αλλά δεν μακροημέρευσε πάρα την κατάκτηση του Κυπέλλου το 1971. Με το παράσημο της δεύτερης θέσης απο το Ευρωμπάσκετ της Δυτικής Γερμανίας και πάρα το νεαρό της ηλικίας του, γεμάτος απο εμπειρίες, ο Λιούμποντραγκ ήταν το "φονικότερο" βέλος στη φαρέτρα του Τζόρτζεβιτς στην προσπάθεια για την επανάκτηση των σκήπτρων του πρωταθλήματος. Αυτή η προσπάθεια θα πέρναγε δια πυρός και σιδήρου και ο "Ντούτσι" θα το ένιωθε απο πρώτο χέρι. Την ημέρα των Χριστουγέννων των Καθολικών, το γήπεδο της Ζαντάρ "καιγόταν" απο τις ιαχές 8.000 φανατισμένων Κροατών. Ο οξυδερκής Σιμόνοβιτς είδε το μέλλον να ξετυλίγεται μπροστά του, είκοσι χρόνια πριν απο τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας. Οι τρεις λέξεις που δονούσαν την ατμόσφαιρα, προκαλούσαν ανατριχίλα στους Σέρβους παίχτες του Ερυθρού Αστέρα γιατί ανακαλούσαν στη μνήμη τους τραγικές στιγμές απο τη γερμανική κατοχή. Srbe na vrbe "Οι Σέρβοι στις ιτιές" (κρεμασμένοι δηλαδή), το αγαπημένο σύνθημα των συνεργατών των Ναζί, των Ουστάσι του εγκληματία πολέμου Άντε Πάβελιτς.
Με κορυφαίο τον "Ντούτσι", ο Αστέρας πήρε την νίκη σε ένα παιχνίδι θρίλερ αλλά τα επεισόδια δεν τελείωσαν με τη λήξη και παρολίγο να καταλήξουν σε τραγωδία όταν ο Σαριάνοβιτς μαχαιρώθηκε απο έναν Κροάτη. Σιμόνοβιτς και Ερυθρός Αστέρας κατάφεραν να βγουν αλώβητοι απο το κολαστήριο του Jazine και να συνεχίσουν την πορεία τους στον δρόμο για την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1972. Ατυχώς, το ευρωπαϊκό τρόπαιο έμεινε ακόμα μία χρόνια μακριά απο το Βελιγράδι αφού στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων στη Θεσσαλονίκη έπεσε πάνω στον τοίχο της Ολύμπια Μιλάνο. Ο υψηλότερος στόχος όμως εκείνη τη χρονιά ήταν άλλος. Η Γιουγκοσλαβία ήθελε να υπερασπιστεί στο Μόναχο το αργυρό μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 68 και ο Ζεράβιτσα κάλεσε την ελίτ των Γιουγκοσλάβων παιχτών με τον "Ντούτσι" στην πρώτη γραμμή. Το τουρνουά ξεκίνησε ιδανικά για τους "Πλάβι" με νίκες επί της πάντα αξιόμαχης Ιταλίας και της Πολωνίας. Το ματς της τρίτης αγωνιστικής με το Πουέρτο Ρίκο δεν αναμενόταν να προβληματίσει ιδιαίτερα τους δευτεραθλητές Ευρώπης. Η ήττα με 79-74 ήταν μέχρι τον τελικό, η πιο μεγάλη έκπληξη της διοργάνωσης. Δύο μέρες αργότερα τα αποτελέσματα του ντόπινγκ κοντρολ, έδειξαν ότι δύο εκ των Πορτορικάνων παιχτών, ο Μίκι Κολ και ο Ρικάρντο Καλζάντα είχαν κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών. Η ΔΟΕ μετά απο μία 90λεπτη συνεδρίαση αποφάσισε να τιμωρήσει με αποκλεισμό τους δύο αθλητές και με χρηματικό πρόστιμο την ομάδα. Αντίθετα προς τις προσδοκίες των Γιουγκοσλάβων, οι "Αθάνατοι" δεν διέταξαν τον μηδενισμό του Πουέρτο Ρίκο ή έστω την επανάληψη του αγώνα και διατήρησαν τα αποτελέσματα ως είχαν.
Η αντίδραση των "Πλάβι" ήταν άμεση αλλά όπως φάνηκε όχι οριστική. Με προτροπή του Λιουμπο και τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων, οι παίχτες αποφάσισαν προς ένδειξη διαμαρτυρίας να αποχωρήσουν απο το Ολυμπιακό τουρνουά. Όταν ενημερώθηκαν οι επικεφαλής της αποστολής, δεν έκατσαν με σταυρωμένα τα χέρια. Επικοινώνησαν με το Βελιγράδι και αφού έλαβαν τις διαβεβαιώσεις που ήθελαν, ανακοίνωσαν στους παίχτες - αφήνοντας να εννοηθεί πως η εντολή ερχόταν απο ψηλά - οτι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να συνεχίσουν για το υπόλοιπο των Αγώνων. Όλοι άλλαξαν γνώμη. Όλοι εκτός απο έναν. Ο Σιμόνοβιτς μάζεψε τα πράγματα του και αποχώρησε απο το Ολυμπιακό Χωριό. Ακόμα και σήμερα είναι θυμωμένος με τους παλιούς του συμπαίχτες για το γεγονός οτι κανείς δεν πήρε το μέρος του ή έστω να κάνει την κίνηση να τον αποχαιρετήσει.
Ο "Ντούτσι" για αυτή του την ενέργεια, τιμωρήθηκε με εφ όρου ζωής αποκλεισμό απο την εθνική ομάδα μόλις στα 23 του και αφού πρόλαβε να καταγράψει 109 συμμετοχές. Τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα και στον Ερυθρό Αστέρα. Τα αποδυτήρια είχαν χωριστεί σε κλίκες με αρχηγούς τον Σλάβνιτς και τον Σιμόνοβιτς. Ο ένας αντιπαθούσε ανοιχτά τον άλλον και δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Οι μάχες για τα πρωτεία στην ηγεσία ήταν καθημερινό φαινόμενο και όλα έδειχναν οτι μία σπίθα χρειαζόταν για να ανάψει το φυτίλι της βόμβας. Τελικά η βόμβα εξερράγη στον αγώνα που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου και το ωστικό κύμα παρέσυρε όπως είδαμε μόνο τον "σεσημασμένο" Σιμόνοβιτς. Η τιμωρία τελικά πήρε ανασταλτικό χαρακτήρα κατόπιν και της επιθυμίας του νέου προπονητή Άτσα Νίκολιτς. Ο "προφέσορας" γνώριζε πολύ καλά την αξία του Λιουμπο, συμμάζεψε τα αποδυτήρια και είδε τον Σιμόνοβιτς να τον δικαιώνει με την παρουσία του στον τελικό του Κυπελλούχων το 74. Δυστυχώς για τον "Ντούτσι", ο Νίκολιτς επέστρεψε στην Ιταλία και ο Τζόρτζεβιτς που τον αντικατέστησε δεν είχε την δυναμική και την προσωπικότητα να επιβληθεί στον Σλάβνιτς. Τα παλιά πάθη επανήλθαν στην επιφάνεια και το ραγισμένο γυαλί που είχε κολλήσει προσωρινά, έσπασε ξανά σε χίλια κομμάτια.
Μετά απο δέκα χρόνια με τα ερυθρόλευκα, ο Σιμόνοβιτς έφυγε απο την ομάδα το 1976. Προορισμός του δεν ήταν ένα προηγμένο πρωτάθλημα και μία απο τις μεγάλες ομάδες της Ευρώπης αλλά η Γερμανία και η Μπάμπεργκ. Η εξήγηση για αυτή του την επιλογή βρισκόταν ξανά στην επιθυμία να συνδυάσει τις σπουδές με το μπάσκετ. Το πανεπιστήμιο της πόλης διέθετε μία απο τις πιο φημισμένες σχολές Φιλοσοφίας και ο Λιούμποντραγκ άδραξε την ευκαιρία για διεύρυνση των γνώσεων και την απόκτηση ενός πτυχίου ακόμα. Το 1978 επαναπατρίστηκε για μία άλλη ομάδα που φορούσε ερυθρόλευκα, την Στάρα Παζόβα και έπαιξε εκεί μέχρι το 82 ασκώντας και καθήκοντα προπονητή.
Στη Γιουγκοσλαβία ήταν ήδη ξεχασμένος και αντιμετωπιζόταν σχεδόν σαν παρίας. Άνθρωπος που δεν μασούσε τα λόγια του και είχε το θάρρος της γνώμης του, ο Σιμόνοβιτς κυνηγήθηκε για τις ιδέες του. Με τα βιβλία του και τις ομιλίες του επιτέθηκε εναντίον του Ολυμπιακού κινήματος και της διαφθοράς ανάμεσα στα μέλη της ΔΟΕ. Κατηγόρησε τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ ως υποστηρικτή του Φράνκο με φασιστικό παρελθόν. Στη Νορβηγία είναι persona non grata απο τη μέρα που χαρακτήρισε μία σπουδαία αθλήτρια τους ως ερωμένη του Χίτλερ. Στην χώρα του κανείς δεν του προσέφερε εργασία και όπως έχει πει ο ίδιος "ο σκύλος μου ζούσε καλύτερα απο εμένα γιατί τουλάχιστον σε αυτόν πετούσαν και κανένα κόκκαλο".
Αρκετοί εκ των αναγνωστών του σημερινού κειμένου, πιστεύω οτι διαβάζουν πρώτη φορά για αυτόν. Αδίκως λησμονημένος ο "Ντούτσι" είχε όλα τα προσόντα να σταθεί δίπλα στους μεγάλους του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τρομερός επιθετικά, αφοσίωση στην άμυνα, αθλητικός, ένας μοντέρνος παίχτης. Σουτινγκ γκαρντ με εκπληκτική τεχνική κατάρτιση, μπορούσε να σκοράρει απο παντού, να πασάρει με άνεση ενός πλέι μέικερ και να πάρει ριμπάουντ σαν τον καλύτερο σέντερ. Αδικήθηκε και αδίκησε ο ίδιος τον εαυτό του επειδή γεννήθηκε σε λάθος τόπο και λάθος χρόνο. Βαθύτατα πολιτικό ον, ριζοσπάστης και ασυμβίβαστος, επαναστάτης με αιτία, ο Λιούμποντραγκ Σιμόνοβιτς έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται προδομένος απο μία πατρίδα που ποτέ δεν τον αγάπησε και ένα σύστημα εξουσίας που αυτός ποτέ δεν πίστεψε. Το μπάσκετ ήταν ένας απο τους τρόπους που είχε για να εκφράσει την διαφορετικότητα του. Αν το είχε προσεγγίσει πιο σοβαρά και του είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά, θα συνέχιζε να γοητεύει στο παρκέ και να δώσει στους φιλάθλους ακόμα περισσότερες ευκαιρίες για να τον χαρούν όσο του άξιζε. Αν είχε την δυνατότητα να διαβάσει αυτό το αφιέρωμα, τολμώ να φανταστώ οτι θα συμφωνούσε μαζί μου στον παραφρασθέντα τίτλο του. Τελικά το Μπασκετίζειν εστί φιλοσοφείν; Να ένα καλό ερώτημα για τον μπασκετμπολίστα - φιλόσοφο Λιούμποντραγκ "Ντούτσι" Σιμόνοβιτς...