Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Στο γιουγκοσλαβικό μπάσκετ υπάρχουν όμορφες ιστορίες για σπουδαίες ομάδες και παίχτες όπως η Γιουγκοπλάστικα της εποχής του Κούκοτς και του Ράτζα, αλλά και πρωτύτερα με τον Σόλμαν και τον Σκάνσι, της Παρτιζάν των Νταλιπάγκιτς, Κιτσάνοβιτς ή την Τσιμπόνα του Ντράζεν. Όμως καμία από αυτές δεν μίλησε περισσότερο στην καρδιά, δεν προκάλεσε ρίγη συγκίνησης και δάκρυα στα μάτια απο το ρομαντικό έπος της Μπόσνα Σαράγεβο.
Δύο άνθρωποι είναι συνυφασμένοι με την ομάδα αλλά και συνδεδεμένοι μεταξύ τους με έναν πολύ δυνατό δεσμό. Ο πρώτος είναι ο προπονητής, ο εμπνευστής και δημιουργός, ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς. Ο δεύτερος; Ο καλλιτέχνης του παρκέ, ο χορευτής, το αέρινο ξωτικό με το όνομα Μίρζα Ντελίμπασιτς. Το 1971 ο μόλις 24 χρονών Τάνιεβιτς είχε αποχωρήσει απο την ΟΚΚ Βελιγραδίου και ετοιμαζόταν να ενταχθεί στο ρόστερ της ΚΚ Οριόλικ, ομάδα που είχε την έδρα της στο Σλαβόνσκι Μπρόντ, μια πόλη που τη χωρίζει στα δύο ο ποταμός Σάβα με το βόρειο τμήμα να ανήκει στην Κροατία και το νότιο στη Βοσνία. Περιμένοντας την έναρξη του πρωταθλήματος και μην έχοντας ακόμα υπογράψει επίσημο συμβόλαιο με την Οριόλικ, ο Μπόγκνταν εκμεταλλεύθηκε την καλοκαιρινή διακοπή και ταξίδεψε στο Σαράγεβο για να παρακολουθήσει την προετοιμασία της Μπόσνα που εκείνη την εποχή αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία.
Δεν πέρασαν παρά μερικές ημέρες προτού η διοίκηση με τη σύμφωνη γνώμη του προπονητή Μιλένκο Κοβάσεβιτς, προτείνει σε αυτόν τον νεαρό που ξημεροβραδιαζόταν στις κερκίδες σημειώνοντας συνεχώς στο μπλοκάκι του να αναλάβει την τεχνική ηγεσία και ο Τάνιεβιτς που ήδη έβλεπε τον εαυτό του έξω απο τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, δέχτηκε χωρίς να μπορούσε να φανταστεί που θα έφτανε στα επόμενα χρόνια το δημιούργημα του. Δίχως να χάσει καιρό ο "Μπόσια" σήκωσε τα μανίκια και ξεκίνησε το χτίσιμο γύρω από την πρώτη του μεταγραφή, τον 22χρονο Σβέτισλαβ Πέσιτς απο την Παρτιζάν. Ταυτόχρονα προώθησε τον 19χρονο Ζάρκο Βάραϊτς και με τους παλιότερους Πάβλιτς, Γέλοβιτς, Νάνταζντιν και τον επίσης νεοαφιχθέντα Μπρούνο Σότσε, ο Τάνιεβιτς στις 28 Απριλίου 1972 ενώπιον 7.000 θεατών στο γήπεδο του Σκεντέριγια διεκδικούσε σε αγώνα μπαράζ την άνοδο στην πρώτη κατηγορία με αντίπαλο την ισόβαθμη στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος, Ζελέζνιτσαρ.
Στον ίδιο ακριβώς χώρο όπου δύο εβδομάδες πριν είχε γίνει η πρεμιέρα μίας απο τις πιο εμβληματικές ταινίες στην ιστορία του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου, το περίφημο Valter brani Sarajevo (Ο Βάλτερ υπερασπίζεται το Σαράγεβο) οι παίχτες της Μπόσνα νίκησαν τους αντιπάλους τους με 65-59 και μετά απο 21 χρόνια, η ομάδα που είχαν ιδρύσει στον περιβάλλοντα χώρο του Πανεπιστημίου του Σαράγεβο ο γιατρός Νέτζαντ Μπέλιτς και μερικοί φοιτητές του θα συμμετείχε για πρώτη φορά στα μεγάλα σαλόνια. Ο Μπόγκνταν ήξερε πως αν ήθελε να διεκδικήσει το κάτι παραπάνω στο πιο δύσκολο πρωτάθλημα της Ευρώπης όπως ήταν εκείνη την εποχή το γιουγκοσλαβικό, ήταν απαραίτητη η άμεση ενίσχυση. Είχε ανάγκη για κάτι το διαφορετικό, κάτι που δεν είχε μέχρι τότε το μπάσκετ των Πλάβι. Χρειαζόταν το απρόβλεπτο, το απλό και μαγικό ταυτόχρονα, την έκτη αίσθηση. Χρειαζόταν τον καλύτερο παίχτη της χώρας στην ηλικία των 18, έπρεπε οπωσδήποτε να φέρει στο Σαράγεβο τον Μίρζα Ντελίμπασιτς.
Ταξίδεψε μέχρι τη γενέτειρα του "Kinđe", την Τούζλα για να μιλήσει με τους γονείς του τον Ίζετ, τη Ζαϊκάνα και τον ίδιο έτσι ώστε να τους πείσει να μην πάει ο Μίρζα στο Βελιγράδι και την Παρτιζάν, που έκανε όνειρα για δίδυμο με τον Κιτσάνοβιτς αλλά να παραμείνει στη Βοσνία για να μπορέσουν παρέα να χτυπήσουν τις σερβικές και κροατικές ομάδες που μονοπωλούσαν τον τίτλο. Ο Ντελίμπασιτς πείστηκε με τον τρόπο που ο Τάνιεβιτς του παρουσίασε το όραμα του γενόμενος το ισχυρότερο βέλος στη φαρέτρα του. Και απο τη σεζόν 72-73 το τόξευσε με απώτερο στόχο το Ιερό Δισκοπότηρο του ευρωπαϊκού μπάσκετ, το τρόπαιο που δεν είχε κατακτήσει ποτέ μία ομάδα απο τα Βαλκάνια και δη τη Γιουγκοσλαβία. Γιατί η παρουσία της Μπόσνα στον τελικό του 1979 δεν ήταν τυχαία αλλά αποτέλεσμα της δουλειάς και του ατομικού ταλέντου των παιχτών της. Σταδιακά ξεκίνησε να ανεβαίνει ένα ένα τα σκαλιά δεχόμενη ενίσχυση με τον Ραντοβάνοβιτς απο τo 74 και τον Μπένατσεκ το 75. Ακόμα και η απουσία του Τάνιεβιτς τη σεζόν 75-76 για να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό και η αντικατάσταση του απο τον Λούκα Στάνσιτς δεν ανέκοψε την πορεία της αφού ήταν ήδη στρωμένη ομάδα και πήγαινε με αυτόματο πιλότο
Το πρώτο δείγμα της νέας δύναμης του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ δόθηκε το 1977 με την παρουσία της στον τελικό του πρωταθλήματος. Μαζί με την έτερη διεκδικήτρια Γιουγκοπλάστικα ισοβάθμησαν στην κορυφή και στο deja vu του 72 ο τίτλος κρίθηκε ξανά σε ένα ματς που δεν είχε όμως την ίδια ευτυχή κατάληξη για τους Βόσνιους, αφού με ένα καλάθι του Νταμίρ Σόλμαν στο τελευταίο δευτερόλεπτο, ο τίτλος κατέληξε στο Σπλίτ. Πεισμωμένοι απο την αποτυχία τους και με νέο πρόσωπο τον Σαμπαχουντίν Μπιλάλοβιτς, ο Τάνιεβιτς και οι παίχτες του κέρδισαν 23 απο τα 26 παιχνίδια της περιόδου 77-78 και έφεραν για πρώτη φορά στην ιστορία ένα τρόπαιο στο Σκεντέριγια. Ήθελαν όμως και την ευρωπαϊκή καταξίωση αλλά εκεί τους έφραξε τον δρόμο η Παρτιζάν του Ράνκο Ζεράβιτσα και του φονικού διδύμου Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς και Ντράζεν Νταλιπάγκιτς. Σε έναν αξέχαστο "εμφύλιο" τελικό στη Μπάνια Λούκα, Praja και Kica πέτυχαν 48 και 33 πόντους αντίστοιχα που ήταν αρκετοί για να ξεπεράσουν τους 32 του Ντελίμπασιτς και τους 22 του Βάραϊτς, χαρίζοντας την νίκη στην παράταση για την Παρτιζάν με 117-110 και παίρνοντας το Κόρατς στο Βελιγράδι.
Η σεζόν 78-79 δεν ξεκίνησε με ιδανικό τρόπο για τους πρωταθλητές. Ο Μίρζα επέστρεψε απο τη Μανίλα ως Πρωταθλητής Κόσμου αλλά και σοβαρά τραυματισμένος στην μέση, γεγονός που τον υποχρέωνε να κοιμάται στο πάτωμα για να αντέχει τους αφόρητους πόνους και μέχρι να επανέλθει τον Νοέμβριο, η ομάδα είχε χάσει πολύτιμο έδαφος στην κούρσα του πρωταθλήματος. Όλοι στη Μπόσνα περίμεναν την επιστροφή του ηγέτη τους και όταν αυτός πάτησε ξανά το πόδι του στο γήπεδο υγιής, δεν κοίταξαν πίσω. Οι Γιουγκοσλάβοι πέτυχαν 7 νίκες σε δέκα ματς στον όμιλο των 6 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και στις 5 Απριλίου 1979 στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με την καλύτερη ομάδα της Ευρώπης τη δεκαετία του 70, τη θρυλική Βαρέζε του Μενεγκίν και του Μορς.
Η δυναστεία των Ιταλών πλησίαζε στο τέλος της αλλά η εμπειρία των μεγάλων αγώνων ήταν υπέρ τους ενώ η Μπόσνα είχε μαζί της τη δίψα για τίτλους και το μάτι που γυαλίζει. Με έναν Ντελίμπασιτς να κρατάει στα επιδέξια χέρια του τη μπαγκέτα του μαέστρου και πρώτο βιολί τον 45αρη Ζάρκο Βάραϊτς, η ομάδα που μόλις μία επταετία πριν έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία, ήταν τώρα η νέα πρωταθλήτρια Ευρώπης ακόμα και αν το τρόπαιο που υψώθηκε στον ουρανό του Παλέ ντε Σπορ της Γκρενόμπλ ήταν δανεικό απο το χάντμπολ αφού η απερχόμενη πρωταθλήτρια Ρεάλ είχε ξεχάσει (!!!) να στείλει το Κύπελλο Πρωταθλητριών στη γαλλική πόλη. Αυτό όμως ουδόλως απασχολούσε τους 10.000 Γιουγκοσλάβους που συγκεντρώθηκαν στο αεροδρόμιο του Σαράγεβο για να αποθεώσουν τους ήρωες τους και κάποιοι απο αυτούς το ίδιο βράδυ γέμισαν τους τοίχους της πόλης με ένα σύνθημα που έμελλε να γίνει το αγαπημένο της εξέδρας στο Σκεντέριγια. Τι έλεγε; "Sta ce nama Kicia, sta ce nama Praja, tu je nama Kindetu je i Varaja" δηλαδή "Τι να μας πει ο Kicia (Κιτσάνοβιτς) τι να μας πει ο Praja (Νταλιπάγκιτς) σε εμάς παίζουν ο Kinde (Ντελίμπασιτς) και ο Βάραϊτς".
Δυστυχώς για τους οπαδούς της ο Μίρζα δεν έμελλε να παίξει για πολύ καιρό με το νούμερο 12 στη βυσσινί φανέλα του ούτε όμως και ο μέντορας του. Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1980, ο Τάνιεβιτς ανέλαβε το πηδάλιο της εθνικής και ο ευαίσθητος ψυχικός κόσμος του Ντελίμπασιτς, βρέθηκε εκτεθειμένος στις αδυναμίες του. Το Marlboro είχε γίνει προέκταση των δαχτύλων του και σε συνδυασμό με την καθημερινή κατανάλωση του αγαπημένου του ποτού, του rakija η παραμονή του στην ομάδα ήταν πιο επισφαλής απο ποτέ. Τα οικογενειακά προβλήματα ήταν αυτά που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα και έτσι αφού έγραψε λίγα λόγια πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα, αποχαιρετώντας έτσι τη γυναίκα του και τον γιο του, το άφησε στο τραπέζι του σπιτιού του στο Σαράγεβο παίρνοντας το πρώτο αεροπλάνο με προορισμό την Μαδρίτη και τη Ρεάλ.
Η Μπόσνα παρά τις δύο μεγάλες απουσίες συνέχισε την πορεία της εμπιστευόμενη ένα δικό της παιδί. Με τον Ντράσκο Ποντάνοβιτς βρέθηκε λίγο πάνω απο τη ζώνη του υποβιβασμού και έτσι το 1982 ο Σβέτισλαβ Πέσιτς ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανασύνταξης ανταποκρινόμενος στον μέγιστο βαθμό. Με τιμονιέρη τον πρώην παίχτη της, το καμάρι του Σαράγεβο πήρε ξανά τα σκήπτρα του πρωταθλήματος το 1983 έστω και αν χρειάστηκε η παρέμβαση της KSJ για να αλλάξει η απόφαση του πιο αμφιλεγόμενου αγώνα στην ιστορία του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος, του τρίτου τελικού με αντίπαλο τη Σιμπένκα του Ντράζεν.
Ήταν η τελευταία αναλαμπή της μεγάλης ομάδας της προηγούμενης δεκαετίας. Η Μπόσνα ακολούθησε και αυτή τον νομοτελειακό δρόμο της παρακμής με τη σταδιακή απόσυρση των παιχτών που της είχαν χαρίσει τρόπαια και στιγμές δόξας. Ακόμα και η επιστροφή του Μίρζα ως προπονητή σε μια προσπάθεια να περιβάλλει με την προσωπική του αύρα την ομάδα στέφθηκε με αποτυχία, ο Ντελίμπασιτς δεν ήταν Πέσιτς πόσο μάλλον Τάνιεβιτς. Όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο η γενιά του Νέναντ Μάρκοβιτς και του Σαμίρ Άβντιτς δείχνοντας πως έχουν την προοπτική για κάτι καλό, ήταν ο πόλεμος που σταμάτησε με τραγικό τρόπο την όποια φιλοδοξία.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Σαράγεβο, την πιο μακροχρόνια στην ευρωπαϊκή ιστορία απο την εποχή του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μίρζα Ντελίμπασιτς έγινε σύμβολο για τους συμπατριώτες του με τη σθεναρή του στάση και την άρνηση του να εγκαταλείψει τη χειμαζόμενη πόλη. Ακόμα και σήμερα κάποιοι παλιοί κάτοικοι τον θυμούνται σε κάποια ανάπαυλα των βομβαρδισμών να περπατά μέχρι το Σκεντέριγια και με δακρυσμένα μάτια να συνομιλεί με τους Βόσνιους, να τους δίνει κουράγιο γιατί όπως έλεγε "το μέλλον αυτής της χώρας βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων με αγνή καρδιά και είμαστε πολλοί".
Στο κοιμητήριο του Μπάρε εκεί που αναπαύεται για πάντα ο Kinđe απο τις 8 Δεκεμβρίου του 2001, μία φανέλα της Μπόσνα αγκαλιάζει το μνήμα του για να θυμίζει πάντοτε πως το καύχημα του Σαράγεβο μεγαλούργησε γιατί ήταν πρώτα και πάνω απο όλα οικογένεια, με τον Μπόγκνταν Τάνιεβιτς να είναι ο μεγάλος αδερφός όπως είπε στον επικήδειο που εκφώνησε όταν αποχαιρέτησε τον Μίρζα, όταν ευχήθηκε καλό ταξίδι σε αυτόν που αποκάλεσε "ο μικρότερος αδερφός μου"...