1955: Γεννιέται ο James Edwards. Ένας ψηλός με σχεδόν 20 χρόνια καριέρα στο ΝΒΑ και τρία πρωταθλήματα. Σε ένα εκ των οποίων μάλιστα - με τους Pistons το 1990 - ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας.
Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Το Palasport Lino Oldrini δεν είχε γεμίσει εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη του 1999. Τα πολλά άδεια καθίσματα έδιναν την επιλογή στους θεατές να καθήσουν οπουδήποτε επιθυμούσαν. Ο Τζουζέπε Βιτόρι κρατούσε απο το χέρι τον εγγονό του που με τον ενθουσιασμό της ηλικίας του προσπαθούσε να θερμάνει την παγωμένη ατμόσφαιρα του γηπέδου χειροκροτώντας σε κάθε καλάθι της ομάδας. Ο παππούς δεν συμμεριζόταν την χαρά του μικρού. Ο δικός του νους ταξίδευε σε αλλοτινές εποχές όταν το καύχημα της πόλης, έγραφε ιστορία στο ευρωπαϊκό μπάσκετ με επιτεύγματα που ποτέ δεν βρήκαν μιμητή. Οι δέκα συνεχόμενοι τελικοί του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που συνοδεύτηκαν απο πέντε κατακτήσεις του "Ιερού Δισκοπότηρου" χάρισαν την αθανασία στους ήρωες μιας εποχής.
Αυτά τα χρόνια όμως είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Ο παππούς σήκωσε το βλέμμα προς τις θέσεις των επισήμων Ήξερε ότι αυτός που ήλπιζε να δει δεν βρισκόταν εκεί. Είχε "φύγει" για το μεγάλο ταξίδι εδώ και πολύ καιρό αφού όμως πρώτα είδε το όραμα του να γίνεται πραγματικότητα στο παρκέ. Έχοντας ακόμα την ελπίδα κοίταξε προς τον πάγκο. Για μια στιγμή όσο κρατάει ένα βλεφάρισμα, νόμισε οτι είδε εκείνον. Nα κάθεται στην καρέκλα του ήρεμος και να διαβάζει το παιχνίδι. Αλλά αυτό ήταν αδύνατον. Ο "προφέσορας" βρισκόταν σε ένα νοσοκομείο του Βελιγραδίου έχοντας λίγους μήνες ζωής μπροστά του χωρίς να έχει πια τη δυνατότητα να διδάξει μπάσκετ με τον δικό του αξεπέραστο τρόπο. Να δώσει εντολή στον Ντίνο να παίξει πιο δυνατά, στον Οσσόλα να παγώσει τον ρυθμό, στον Ράγκα να φύγει στον αιφνιδιασμό, στον Μορς να σουτάρει απο παντού και στον Φλαμπορέα να αρπάξει τα ριμπάουντ. Δεν χρειαζόταν να φωνάξει αλλά οπότε το έκανε μετουσίωνε ένα παλιό ιταλικό ρητό... "Όταν ο αρχηγός της αγέλης τρίξει τα δόντια, οι λύκοι γνωρίζουν ποιον πρέπει να ακολουθήσουν".
Πρωτού όμως η αγέλη στρωθεί στο κυνήγι του ευρωπαϊκού μεγαλείου, "γεννήθηκε" στο μυαλό ενός ανθρώπου αληθινού ευπατρίδη, ενός παράγοντα παλαιάς κοπής. Τον έλεγαν Τζιοβάνι Μπόργκι ή όπως τον αποκαλούσαν όλοι στην Λομβαρδία " il cumenda ", o ηγέτης. Ο Μπόργκι γεννήθηκε στο κοντινό Μιλάνο και απο μικρή ηλικία εργαζόταν στο εργαστήριο ηλεκτρικών ειδών του αυτοδημιούργητου πατέρα του. Το κατάστημα καταστράφηκε ολοκληρωτικά στον βομβαρδισμό του Μιλάνου το 1943 και μετά τον πόλεμο η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στο γειτονικό και γραφικό Βαρέζε. Σε μια Ιταλία που μετά την καταιγίδα του Β Παγκοσμίου χρειαζόταν κυριολεκτικά τα πάντα, υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι Μπόργκι ίδρυσαν ένα εργοστάσιο ηλεκτρικών ειδών στελεχωμένο με εργάτες αποκλειστικά απο την περιοχή, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση και τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας. Η εταιρεία ονομάστηκε Ignis και θα γινόταν συνώνυμη της ομάδας μπάσκετ που σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τον χορηγό της, θα έβαζε "φωτιά" (έτσι μεταφράζεται η λέξη) στα ευρωπαϊκά γήπεδα τα επόμενα χρόνια.
Η Βαρέζε ήταν ένας γνωστός σύλλογος στα ιταλικά μπασκετικά δρώμενα ήδη απο την δεκαετία του 40 ενώ από τις αρχές του 50 καθιερώθηκε στην πρώτη κατηγορία πρωτοπορώντας και σε άλλους τομείς αφού ήταν μία απο τις πρώτες ομάδες που απέκτησε σπόνσορα (την εταιρεία ενδυμάτων Storm). Ήδη απο εκείνη την εποχή είχαν ξεκινήσει οι κόντρες με την έτερη ομάδα - σύμβολο της Λομβαρδίας, την Ολύμπια Μιλάνο με κάποια απο αυτά τα ντέρμπι να έχουν και ελληνικό ενδιαφέρον εξαιτίας της παρουσίας δύο συμπατριωτών μας. O πρώτος ήταν ένας φοιτητής που σπούδαζε στην Ιταλία και ταυτόχρονα έπαιζε και μπάσκετ. Προερχόμενος απο τον Άρη, ο Αντώνης Φλόκας αγωνίστηκε για μία τετραετία (53-57) με τα ερυθρόλευκα της Βαρέζε. Για μία χρονιά (55-56) είχε ως συμπαίχτη αλλά και προπονητή, τον Έλληνα που οι Ιταλίδες εντυπωσιασμένες απο την αρρενωπότητα του αποκαλούσαν "Deus Grego". Για εμάς θα ήταν ο "Πατριάρχης", ο αγαπημένος μας Φαίδωνας Ματθαίου. Στάθηκε άτυχος γιατί τη χρονιά της επιστροφής του στην Ελλάδα, έλαβε χώρα η συμφωνία που θα άλλαζε την ιστορία.
Ο Τζιοβάνι Μπόργκι που ήδη είχε επενδύσει και σε άλλα αθλήματα αποφάσισε να προσφέρει τον οβολό του και στο μπάσκετ δημιουργώντας έναν δεσμό που εξελίχθηκε σε μύθο και θα κρατούσε 19 ολόκληρα χρόνια. Με νέα χρώματα στη φανέλα της το γαλάζιο και το κίτρινο, η Βαρέζε ξεκίνησε το ταξίδι στα μονοπάτια της δόξας. Με προπονητή τον Ενρίκο Γκαρμπόσι, η ομάδα θα βάλει στη βιτρίνα της το πρώτο τρόπαιο, το πρωτάθλημα του 1961. Προσπαθώντας να μένει πιστή στο δόγμα για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στελέχωση με παίχτες απο τις γύρω περιοχές, θα εντάξει στο ρόστερ της έναν νεαρό play maker με εγκεφαλικό τρόπο παιχνιδιού. Ο Άλντο Οσσόλα με ένα μικρό χρονικό διάστημα απουσίας λόγω δανεισμού, θα ήταν ο ιθύνων νους του συλλόγου σε όλες τις μεγάλες επιτυχίες. Το "παιδομάζωμα" θα έχει συνέχεια με τον Ρουσκόνι και τον λίγο μεγαλύτερο Φλαμπορέα να καταφτάνουν σταδιακά απο το 1964 έως το 67.
Ο Βιτόριο Τρακούτζι που έχει αντικαταστήσει απο το 1966 τον δις πρωταθλητή Γκαρμπόσι θα δει δύο χρόνια αργότερα τον "Ιπτάμενο Μεξικανό" Μανουέλ Ράγκα να προσγειώνεται στο Βαρέζε. O διάδοχος του Τρακούτζι θα είναι αυτός που θα μοντάρει την ομάδα και ο κύριος υπεύθυνος για την ανακάλυψη του "τοτέμ" του ιταλικού μπάσκετ. Ο Σικελός Νίκο Μεσίνα βρισκόταν το 1963 στο γήπεδο και παρακολουθούσε ένα τουρνουά παιδικών ομάδων. Ο ίδιος εκείνη την περίοδο προπονούσε τα τμήματα υποδομής της Ignis. Ξαφνικά το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα παιδί που παρακολουθούσε τον αγώνα. Ο Μεσίνα πλησίασε τον μικρό και τον ρώτησε το όνομα του και την ηλικία του. Ο πιτσιρικάς απάντησε και ο Σικελός του έκανε μια ακόμα ερώτηση. "Έχεις παίξει μπάσκετ"; Η αρνητική απάντηση εξέπληξε τον Μεσίνα αλλά δεν το έδειξε. Ζήτησε απο το παιδί να κάνει μερικές ασκήσεις και όταν τελείωσε του είπε να έρθει την αυριανή μέρα στην προπόνηση με ένα ζευγάρι παπούτσια του μπάσκετ. Ο μικρός έτρεξε ενθουσιασμένος προς το σπίτι του και παρακάλεσε τη μητέρα του να του αγοράσει τα παπούτσια. Η κύρια Μενεγκίν δεν αρνήθηκε στον κανακάρη της αυτό το δώρο αλλά είχε μία ερώτηση για τον 13χρονο γιο της. "Ντίνο, τι είναι αυτό το μπάσκετ"; Τρία χρόνια αργότερα στις 20 Νοεμβρίου 1966, στο ντεμπούτο του γιου της, η μητέρα του χειροκροτούσε συγκινημένη. Είχε μάθει για τα καλά τι ήταν το μπάσκετ και το ποσό μεγάλο ταλέντο είχε ο Ντίνο.
Δεν θα αργούσε να το μάθει και ολόκληρη η Ευρώπη. Η πρώτη ειδοποίηση ήρθε τον Απρίλιο του 67 στους διπλούς τελικούς του Κυπελλούχων. Η διαφορά των δέκα πόντων του πρώτου αγώνα δεν καλύφθηκε στη ρεβάνς του Γιαντ Ελιάου και η Μακάμπι είδε τους Ιταλούς να πανηγυρίζουν το παρθενικό τρόπαιο στη νεοσύστατη διοργάνωση της FIBA. Οι Κυπελλούχοι Ευρώπης θέλησαν να υπερασπιστούν τον τίτλο τους αλλά έπεσαν θύμα της εκπληκτικής ΑΕΚ στον δρόμο για το έπος του 68. Με ραβερσα του Γιώργου Τρόντζου με την εκπνοή του αγώνα, ο Δικέφαλος κέρδισε με διαφορά 20 πόντων, υπερκαλύπτοντας την ήττα του πρώτου ματς με 18. Το λυκόφως της δεκαετίας του 60 βρήκε τον σύλλογο να επιστρέφει στην εγχώρια κορυφή με το πρωτάθλημα του 69. Άπαντες πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα για να επεδράμουν και στην Ευρώπη. Ο Μεσίνα είχε το δικό του μερίδιο στο χτίσιμο της ομάδας και στην βελτίωση των νεαρών αλλά ήταν φανερό οτι η Βαρέζε χρειαζόταν έναν νέο τιμονιέρη για να την οδηγήσει στο λιμάνι των θριάμβων. Ο Μπόργκι θα επιλέξει την ιδανικότερη λύση για τον πάγκο και θα παραδώσει τα κλειδιά στον αρχιτέκτονα της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας, τον "προφέσορα" Άτσα Νίκολιτς.
Ο Γιουγκοσλάβος ήταν σκληρός προπονητής, πραγματικός δάσκαλος, ένας μπασκετικός προφήτης με άριστη γνώση των βασικών αρχών του αθλήματος αλλά και με τη δυνατότητα να τα μεταλαμπαδεύει και η ομάδα του να τα εφαρμόζει σχεδόν άριστα στο παρκέ. Έδινε τεράστια σημασία στη φυσική κατάσταση, κάνοντας ειδικές προπονήσεις για αυτήν με τους παίχτες του να ανεβοκατεβαίνουν τους λόφους και τα βουνά της Λομβαρδίας μέχρι να πέσουν κάτω. Ο Μπομπ Μορς θυμάται ακόμα με τρόμο τις πολύ δυνατές σε ένταση προπονήσεις και την εμμονή του Νίκολιτς στο αγωνιστικό πλάνο. Ταυτόχρονα όμως τον θεωρεί αληθινό "μάστορα" της τακτικής και απόλυτα δίκαιο με τους παίχτες του. Ήταν πραγματικά ο αρχηγός που χρειαζόταν η αγέλη ώστε τα λυκόπουλα να ωριμάσουν σε λύκους και να κυνηγήσουν τη λεία τους.
Όταν ο Άτσα έφτασε στο Βαρέζε ο Μπόργκι του ζήτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο Γιουγκοσλάβος απάντησε απλά "Εντάξει, θα γίνει". Αυτό που δεν είπε ήταν οτι θα έχτιζε μία δυναστεία. Και ο θεμέλιος λίθος μπήκε στις 9 Απριλίου 1970 στην χώρα που γεννήθηκε. Στο γήπεδο του Σκεντέριγια στο Σαράγεβο, ο "Κάπτεν Χούκ" Οττορίνο Φλαμπορέα θα σήκωνε έμπλεος χαράς το πολυπόθητο Κύπελλο. Οι Σοβιετικοί της CSKA δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στα "πεινασμένα" για τίτλους παιδιά του Νίκολιτς και παρέδωσαν τα σκήπτρα στη ανατέλλουσα δύναμη του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Σε ένα γαϊτανάκι ανταλλαγής τα ξαναπήραν πίσω την επομένη χρονιά στην Αντβέρπ στον τελικό που σημαδεύτηκε απο την "υποχρεωτική" απουσία του Γκομέλσκι απο τον πάγκο της CSKA και το κοουτσάρισμα για μια νύχτα του παίχτη - προπονητή Σεργκέι Μπέλοφ. Οι Ιταλοί πεισμωμένοι επέστρεψαν το 72 στο γήπεδο των ευχάριστων αναμνήσεων, το Γιαντ Ελιάου. Απέναντι τους η ομάδα που χωρίς φυσικά να το γνωρίζει ο προπονητής τους, έμελλε μερικά χρόνια αργότερα να βοηθήσει στην δημιουργία της δικής της δυναστείας και στη διεκδίκηση του άτυπου τίτλου της κορυφαίας στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Η Γιουγκοπλάστικα προέβαλε σθεναρή αντίσταση αλλά τελικά λύγισε και το Πρωταθλητριών μπήκε ξανά στην τροπαιοθήκη της Βαρέζε. Δεν θα έβγαινε απο τη βιτρίνα ούτε το 73 αφού η Ignis υπερασπίστηκε με επιτυχία τον τίτλο της.
Η ένταξη του "Ξανθού Αγγέλου" Μπομπ Μορς στο πλευρό του El Inca Μανουέλ Ράγκα δυνάμωσε στον μέγιστο βαθμό την ομάδα και προκάλεσε ρίγη ανατριχίλας στους αντιπάλους. Στο repeat του τελικού του 70 αυτή τη φορά στη Λιέγη, το πρόσημο ήταν ξανά θετικό για τους Λομβαρδούς. Με αυτόν τον θριαμβικό τρόπο λοιπόν αποχαιρέτησαν τον Νίκολιτς που έφυγε για να αναλάβει τον Ερυθρό Αστέρα. Η διάδοχη κατάσταση βρέθηκε γρήγορα στο πρόσωπο του βοηθού προπονητή της μεγάλης αντιπάλου στην Ιταλία. Ο Σάντρο Γκάμπα πήρε προαγωγή και απο την Ολύμπια Μιλάνο βρέθηκε στον πάγκο της πρωταθλήτριας Ευρώπης και πήρε στους ώμους του το βαρύ φορτίο ανταποκρινόμενος επάξια. Αρχικά με το πρωτάθλημα (5ο συνεχόμενο) και φυσικά με την παρουσία στον τελικό του Πρωταθλητριών επίσης για πέμπτη φορά. Η "Βασίλισσα" Ρεάλ ήταν αυτή που στάθηκε εμπόδιο στην πρώτη απόπειρα του Γκάμπα να γράψει το όνομα του δίπλα σε αυτό του θρύλου Νίκολιτς στο ακατάλληλο για μπάσκετ, παρκέ του γηπέδου της Ναντ. Θα το έπραττε με εμφατικό τρόπο την επόμενη χρονιά στην Αντβέρπ "εκδικούμενος" τους Ισπανούς.
Το 1975 ήταν η χρονιά των μεγάλων απουσιών και των ιστορικών αλλαγών για τη Βαρέζε. Ο Ράγκα μετακόμισε στο λιγότερο απαιτητικό ελβετικό πρωτάθλημα και στη θέση του ήρθε ο "Έλληνας" Τσαρλυ Γέρβελτον. Χωρίς τον τραυματία Μενεγκίν αλλά με τον Ιβαν Μπισόν να μπαίνει στα παπούτσια του Ντινο και έναν Μπομπ Μορς να σκοράρει με όποιον τρόπο ήθελε, η Ignis επανήλθε στον ευρωπαϊκό θρόνο, με την ονομασία του μεγάλου χορηγού να εμφανίζεται για τελευταία φορά στην φανέλα. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1975 ο Τζιοβάνι Μπόργκι έφυγε απο τη ζωή και με τον θάνατο του έληξε αυτόματα και η αμφίδρομη σχέση των δύο δημιουργημάτων του, της βιομηχανίας και της ομάδας.
Με όνομα βαρύ σαν ιστορία, η εύρεση νέου χορηγού δεν ήταν και κάτι δύσκολο και πλειοδότης αναδείχθηκε η αυτοκινητοβιομηχανία Mobilgirgi. Ως Molbiridgi Βαρέζε λοιπόν κατέκτησε για τελευταία φορά το Κύπελλο της διοργάνωσης που σχεδόν είχε ταυτιστεί μαζί της. Η ομάδα γερνούσε αλλά η φλόγα ακόμα σιγόκαιγε μέσα της. Οι παρουσίες της στους τελικούς του 77 και του 78 ήταν οι τελευταίες σπίθες πριν απο το κύκνειο άσμα. Η τελευταία παράσταση δόθηκε στις 5 Απριλίου 1979 στην Γκρενόμπλ. Λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος ο Ραντοβάνοβιτς αστοχεί στην βολή. Ο Μορς παίρνει το ριμπάουντ και αυτομάτως βρίσκει τον Οσσόλα. Τρέχει όλο το γήπεδο και όπως σε εκατοντάδες άλλες φάσεις, ο Ιταλός play maker του πασάρει τη μπάλα. Ο Μορς σηκώνεται και σουτάρει. Η μπάλα στο καλάθι, το σκορ 93 - 96 και η Μπόσνα Σαράγεβο του Τάνιεβιτς, του Ντελίμπασιτς, του Ραντοβάνοβιτς και του "45αρη" Ζάρκο Βάραζιτς είναι η νέα πρωταθλήτρια Ευρώπης. Η ομάδα που σημάδεψε τα μπασκετικά 70ς φεύγει απο το γήπεδο ηττημένη αλλά με ψηλά το κεφάλι.
Άλλωστε η αξία του νικημένου, δίνει δόξα στον νικητή. Και η αξία της Βαρέζε ήταν πολύ μεγάλη. Τόση ώστε να της επιτρέψει να κυριαρχήσει για δέκα ολόκληρα χρόνια. Και δεν ήταν μικρό το κατόρθωμα της αφού αυτά τα χρόνια συνέπεσαν με τη χρυσή γενιά των Γιουγκοσλάβων, την CSKA του Μπέλοφ και του Γκομέλσκι και την Ρεάλ των Μπράμπεντερ, Λιουκ. Αυτός ο σύλλογος όμως ήταν σφυρηλατημένος από ατσάλι. Μεγαλούργησε σε μία εποχή πιο ρομαντική, διαφορετική απο τη σημερινή με άλλη οπτική για το άθλημα. Όταν το όνειρο ενός ανθρώπου μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά. Το καμάρι μιας μικρής επαρχιακής πόλης που άνετα κάποιοι θα την έλεγαν χωριό, έφτασε να γίνει ευρωπαϊκή υπερδύναμη. Μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί και στη σημερινή εποχή του άκρατου και στυγνού επαγγελματισμού; Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Αρκεί να βρεθεί ξανά ένας Μπόργκι για να εμπνεύσει και να εμπνευστεί. Ένας οραματιστής, πρωτοπόρος και ρεαλιστής που ποτέ δεν λησμόνησε τις ρίζες του. Αντιθέτως τις πότισε και αυτές έγιναν δέντρο που άπλωσε τα κλαδιά του για να σκεπάσει τα "παιδιά" του και να τους επιτρέψει να χτίσουν απερίσπαστα τον μύθο τους. Τον μύθο της Βαρέζε...