Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Ήταν το 1972 όταν ο αθλητικός διευθυντής της Μπόσνα, ο Βούλε Βουκάλοβιτς ενημέρωσε τον Μπόγκνταν Τάνιεβιτς πως στο Νίκσικ του Μαυροβουνίου και την ομώνυμη τοπική ομάδα, αγωνιζόταν ένα παιδί με ύψος 2 μέτρα και 8 εκατοστά που άξιζε να τσεκάρουν την περίπτωση του.
"Δεν θα σου πω ψέματα, παίζει μπάσκετ μόνο δύο χρόνια και είναι πολύ αδύνατος. Αλλά είναι μικρός και έχει ύψος 2.08" ήταν τα λόγια του Βουκάλοβιτς προς τον Τάνιεβιτς, στην προσπάθεια του να τον πείσει πως ο Ράτκο Ραντοβάνοβιτς άξιζε μία ευκαιρία. Όντως ο Τάνιεβιτς πήγε στο Μαυροβούνιο, είδε απο κοντά τον ψηλόλιγνο πιτσιρικά και αφού συναντήθηκε με τους γονείς του, τους έπεισε να αφήσουν τον γιο τους να επιστρέψει μαζί του στη γενέτειρα του τη Βοσνία, για να γίνει μέλος της Μπόσνα που μόλις είχε κερδίσει την άνοδο της στην πρώτη κατηγορία.
Για έναν ολόκληρο χρόνο ο Τάνιεβιτς δούλεψε με τον Ραντοβάνοβιτς σε ατομικές προπονήσεις, αυξάνοντας τον μυϊκό του όγκο και βελτιώνοντας την τεχνική του και τη σεζόν 73-74 σε ηλικία 17 χρονών τον έριξε στα βαθιά σε έναν αγώνα με την Παρτιζάν. Το ταλέντο του, οι σωστές τοποθετήσεις και οι αμυντικές του ικανότητες δεν κρύβονταν, σταδιακά άρχισε να παίρνει ολοένα περισσότερο χρόνο συμμετοχής και τη θέση του βασικού σέντερ ήδη απο τα 19 του.
Με το δίδυμο Ντελίμπασιτς-Βάραϊτς να ωριμάζει και να σκοράρει αφειδώς, ο Ραντοβάνοβιτς ήταν ο κρίκος που έλειπε απο την αλυσίδα της Μπόσνα και όταν ενσωματώθηκε, έγινε ο τρίτος πυλώνας του οικοδομήματος του Τάνιεβιτς. Η ομάδα του Σαράγεβο ανέβαινε επίπεδο όλο και περισσότερο αλλά η ώρα των τίτλων δεν είχε έρθει ακόμα και ο Ράσα γνώρισε αρχικά το γλυκό μεθύσι των πανηγυρισμών μέσω της εθνικής που ήταν ήδη μέλος της απο το 1975. Ο Νίκολιτς τον επέλεξε για τη δωδεκάδα του Ευρωμπάσκετ που έλαβε χώρα στο Βέλγιο το 1977 και δικαιώθηκε με τον Ράσκο να κάνει εξαιρετική δουλειά πάνω στον Τκατσένκο, στο παιχνίδι που έκρινε το χρυσό μετάλλιο.
Με τα παράσημα του πρωταθλητή Ευρώπης, ο Ραντοβάνοβιτς επέστρεψε στο Σαράγεβο για να βοηθήσει τη Μπόσνα στον δύσκολο μαραθώνιο του εγχώριου πρωταθλήματος. Το τέλος του βρήκε τους Βόσνιους να κόβουν πρώτοι το νήμα, φέρνοντας τον τίτλο στο Σκεντέριγια και δίνοντας τους το δικαίωμα να αγωνιστούν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της περιόδου 78-79. Για τον Ράσκο όμως προέχει το Μουντομπάσκετ στις Φιλιππίνες, εκεί που οι Σοβιετικοί θέλουν τη ρεβάνς για τον χαμένο τελικό του Βελγίου. Ραντοβάνοβιτς και Τκατσένκο θα συναντηθούν ξανά με νικητή για ακόμα μία φορά τον Γιουγκοσλάβο που θα προσθέσει και το στέμμα του πρωταθλητή Κόσμου δίπλα σε αυτό του πρώτου της Ευρώπης.
Στα 22 του χρόνια ο Ραντοβάνοβιτς ήταν ένας απο τους καλύτερους σέντερ της Ευρώπης και σημαντικότατο βέλος στη φαρέτρα του Τάνιεβιτς για την επερχόμενη παρθενική συμμετοχή της Μπόσνα στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση. Η πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας δεν θεωρούταν φαβορί για τον τελικό αλλά οι μπασκετμπολίστες του Τάνιεβιτς αποδείχθηκαν σκληρά καρύδια, αποκλείοντας ομάδες όπως η Ρεάλ και η Μακάμπι, στον δρόμο προς τη Γκρενόμπλ. Απέναντι της, στο παρκέ του γηπέδου της βελγικής πόλης, παρατάχθηκε η καλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα της δεκαετίας του 70 που έπαιζε στον δέκατο συνεχόμενο τελικό και δεν ήταν άλλη απο τη Βαρέζε του Μενεγκίν και του Μορς. Ο αγώνας έμεινε στην ιστορία για την νίκη της Μπόσνα που έγινε η πρώτη ομάδα της Γιουγκοσλαβίας που κατέκτησε το Πρωταθλητριών, τους 45 πόντους του Ζάρκο Βάραιτς και τους 30 του Μίρζα Ντελίμπασιτς αλλά ο πραγματικός ήρωας ήταν ο σέντερ της, με το νούμερο 9 στη φανέλα του.
Μία μέρα πριν απο τον τελικό, ο Ραντοβάνοβιτς ανέβασε υψηλό πυρετό και η συμμετοχή του στο παιχνίδι κρινόταν αμφίβολη. Χωρίς τον Ράτκο, ο Τάνιεβιτς ήξερε πως η Βαρέζε με τον Μενεγκίν θα κυριαρχούσε στις ρακέτες, οπότε φανταστείτε την ανακούφιση του όταν ο παίχτης του βρέθηκε στο τζαμπολ του αγώνα και όχι μόνο αυτό αλλά συνεισφέροντας 10 πόντους και αρκετό ξύλο με τον Ντίνο κάτω απο τα δύο καλάθια. Ο μαχητής Ράσα δεν εγκατέλειψε τους συντρόφους του και μαζί έφεραν το βαρύτιμο τρόπαιο στο Σαράγεβο, γνωρίζοντας την αποθέωση απο τους συμπατριώτες τους. Αποθέωση που επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά, σε εθνικό επίπεδο αυτή τη φορά αφού οι Πλάβι κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980.
Το 1983 αφού στέφθηκε για τρίτη φορά με την Μπόσνα πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας, έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να βγάλει χρήματα απο το μπάσκετ και ήταν ο λόγος που παρέμεινε στη Γαλλία μετά το Πανευρωπαϊκό, για να ενταχθεί στο ρόστερ της Stade de France. Στο "τρικολόρ" πρωτάθλημα η παρουσία του ήταν εξαιρετική με μέσους όρους της τάξεως των 20 πόντων και 7 ριμπάουντ στην τριετία του εκεί. Το 86 μετακόμισε στον ιταλικό βορρά και τη Βενέτσια κάνοντας δίδυμο με τον Ντράζεν Νταλιπάγκιτς μέχρι το 1990 που αποσύρθηκε απο τα γήπεδα. Στα χρόνια του στο εξωτερικό συνέχισε να καλείται στην εθνική ομάδα, υπηρετώντας την και απο το μετερίζι του αρχηγού στην τελευταία του διοργάνωση, το Ευρωμπάσκετ του 87 όπου κατετάγη στην τρίτη θέση.
Με την απόσυρση του επέστρεψε στη Βοσνία για να επενδύσει μερικά απο τα χρήματα του σε επιχειρήσεις αλλά ο πόλεμος σταμάτησε τα πάντα. Η παρουσία ενός Σέρβου στην καταγωγή στο χειμαζόμενο Σαράγεβο, ακόμα και αν αυτός ήταν ένας τοπικός ήρωας όπως ο Ραντοβάνοβιτς, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή και έτσι το παιδί που είχε πάει το 1972 στην πρωτεύουσα της Βοσνίας με μονάχα μια βαλίτσα και τα όνειρα του, έφευγε το 1992 σαν κυνηγημένος αλλά και ένας αληθινός πρωταθλητής.
Γιατί αυτό ήταν ο Ράτκο Ραντοβάνοβιτς, ένας σπουδαίος μπασκετμπολίστας που τίμησε τα χρώματα της Μπόσνα και σήμερα που τα παλιά πάθη έχουν κάπως καταλαγιάσει, οι οπαδοί της θυμούνται με νοσταλγία...