Παρακαλώ περιμένετε...
Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1960. Έχει ύψος 2,03 και αγωνιζόταν στις θέσεις των ψηλών. Πιο συγκεκριμένα , στον ίδιο πάντα άρεσε το να κινείται μακρυά από το καλάθι. Ωστόσο το ότι ψήλωσε πολύ νωρίς, σε συνδιασμό με την μεγάλη του έφεση στα ριμπάουντ τον κράτησαν ως επί το πλείστον στην θέση 5 στα σχολικά του χρόνια.
Το 1978, θα αναδειχθεί στην καλύτερη πεντάδα των High Schools των ΗΠΑ. Και κάπου εκεί ξεκινάει ο «μύθος» του. ΘΑ επιλέξει το κολλέγιο του Κονέκτικατ (1978-1982) αν και τον πολιορκούσαν αρκετά μεγάλα κολλέγια, όπως το North Carolina του Dean Smith. Με την φανέλα των Huskies, θα ηγηθεί στο σκοράρισαμα, θα φτάσει μέχρι το τουρνουά του NCAA ενω τα δύο τελευταία χρόνια θα βγαίνει στους καλύτερους παίκτες της περιφέριάς του, της Big East.
Οι εμφανίσεις του αυτές θα είναι αρκετές για να του χαρίσουν μία θέση στο draft του 1982, καθώς οι Dallas Mavericks θα τον επιλέξουν στο νούμερο 50, στον τρίτο γύρο. Για κακή του τύχη, εκεί θα συναντηθεί με έναν προπονητή που δεν ταιριάζαν ιδιαίτερα, τον Dick Motta. Λάτρης των περιφεριακών και της σκληρής άμυνας, ο Motta δεν θα δώσει χρόνο συμμετοχής στον νεαρό Cornelius. Βέβαια σε αυτό θα παίξει ρόλο και το γεγονός ότι οι Mavericks τότε είχαν μία έτοιμη δυνατή ομάδα με παίκτες όπως οι Marc Aguirre, Pat, Cummings , Rolando Blackman (αυτός που ήρθε αργότερα στην ΑΕΚ και μέχρι να εμφανιστεί ο Νοβίτζκι ήταν ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της ομάδας).
Έτσι την επόμενη χρονιά θα βρεθεί στο CBA με την φανέλα των Detroit Spirits ( 1983-84), όπου θα μετρήσει περίπου 15 πόντους και 10 ριμπάουντ. Φυσικά αυτό δεν είναι αρκετό για τον Thompson. Έτσι θα πάρει την μεγάλη απόφαση να αγωνιστεί «πέρα από την θάλασσα», όπως θα μεταφράζαμε επακριβώς το overseas που χρησιμοποιούνε οι Αμερικανοί για να περιγράψουν το πέρασμά τους στην Ευρώπη. Πρώτος σταθμός, η Ιταλία και η Βαρέζε ( 1984-1990). Η Ιταλία τότε ήταν ίσως το καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης και είχε την δυνατότητα να φέρνει τους καλύτερους παίκτες. Από την πρώτη μέρα ο Thompson θα ξεχωρίσει, ωστόσο δεν θα καταφέρει να κερδίσει κάποιον τίτλο αν και έφτασε 2 φορές πολύ κοντά σε αυτόν. Το 1985, όταν και η ομάδα του έχασε στον τελικό του Κόρατς και το 1990 όταν έχασε στον τελικό του πρωταθλήματος. Τελικός απόλογισμός του Κόρνι? Σε 211 παιχνίδια 4,704 πόντοι . Δηλαδή κάτι περισσότερο από 22 πόντους ανά αγώνα. Σταθερά για 6 χρόνια. Αν σε αυτά βάλεις και τα σχεδόν 10 ριμπάουντ του, καταλαβαίνεις ότι μιλάμε για έναν από τους καλύτερους παίκτες του πρωταθλήματός του.
Από την Ιταλία και την Βαρέζα, στην Ισπανία και την Joventut Badalona (1990-1994). Το μικρό θαύμα των αρχών των 90s του Lolo Sainz. Εκεί μαζί με τους Ισπανούς Jordi VIllacamba και Ferran Martinez και ξένους όπως ο Harold Pressley, θα χτίσουν μία ομάδα που μέσα σε 4 χρόνια θα κατακτήσει 2 πρωταθλήματα αλλά και το κύπελλο Πρωταθλητριών το 1994. Φυσικά αυτό είναι που θυμόμαστε οι περισσότεροι εξ ημών, καθώς η κατάκτηση του τροπαίου έγινε απέναντι στον Ολυμπιακό, σε ένα αξέχαστο παιχνίδι που ο Τόμπσον σκόραρε το νικητήριο τρίποντο 18 δευτερόλεπτα πριν την λήξη του αγώνα. Ακολούθησαν δύο χαμένες βολές του Ζάρκο και 1-2 ακόμη σουτ. Η ρήση του Ιωαννίδη ότι «Αν τους κρατήσουμε κάτω από τους 60 θα κερδίσουμε γιατί με τόσο ταλέντο που έχω τους 60 θα τους φτάσω» σε ελεύθερη απόδοση, πήγε στράφι. Στην τελευταία του χρονιά με την φανέλα της Μπανταλόνα ο Τόμπσον είχε γίνει ο ήρωας της στιγμής. Φυσικά στα κατορθώματα της τετραετίας δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσθέσουμε τον τίτλο του MVP της ACB που κέρδισε το 1991.
Φεύγοντας από την Μπανταλόνα, είχε ήδη κλείσει τα 34. Η χώρα του άρεσε, και έτσι διάλεξε να παίξει δύο ακόμη χρόνια στην Leon (1994-96).
Το 1996 θα αποσυρθεί από την ενεργό δράση, σε ηλικία 36 ετών για να ασχοληθεί μεταξύ άλλων και με την προπονητική. Η συγκυρία όμως ήταν τέτοια, οπου παρόλο που υπήρξαν πολλοί καλοί ψηλοί στα 90ς (και 80ς), οι απανταχού μπασκετικοί της Ελλάδας δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ. Και ας μην έπαιξε ποτέ στα μέρη μας.