Γεννήθηκε την 1η του Ιανουαρίου του 1967. Έχει ύψος 2,02 και αγωνιζόταν στις θέσεις των ψηλών. Σε νεαρή ηλικία βρέθηκε από την τοπική ομάδα της Έδεσσας στην ΧΑΝΘ (1984-85) και από εκεί στον μεγάλο Άρη των 80's. Πιο σωστά, ο Βασίλης μπόρεσε και έζησε στα χρόνια του με την κίτρινη φανέλα, το μεγαλείο αλλά και την πτώση.
Από την πρώτη του χρονιά έγινε μέλος της κιτρινόμαυρης αυτοκρατορίας με την οποία πανηγύρισε 6 πρωταθλήματα (1986-91) στα 6 πρώτα του χρόνια στην ομάδα. Παιδί με λιγότερο ταλέντο, δεν φοβόταν να βάλει το κορμί του και αυτό σε συνδυασμό με την ταχύτητα τον έκαναν υπερπολυτιμο στην ομάδα. Ακόμη και αν όλο το γήπεδο κρατούσε την ανάσα του όταν πήγαινε στην γραμμή για 1+1 βολές ή όταν ο Ιωαννίδης ξεσπούσε πάνω του σε κάθε τάιμ άουτ, όλου ξέραν ότι ο Βασίλης ήταν απαραίτητος στην ομάδα. Τα γρήγορά του πόδια αλλά και η προσήλωσή του – ο ίδιος έχει δηλώσει πολλάκις ότι έπαιρνε βιντεοκασσέτες στο σπίτι για να μελετήσει τους αντιπάλους που θα μάρκαρε- τον έκαναν ικανό να μαρκάρει οποιονδήποτε αντίπαλο, από τον Μπουντούρη μέχρι τον Φασούλα μέχρι και τον μεγάλο Μπομπ Μάκαντου.
Το 1992 έζησε την φυγή του Γκάλη, και το 1993 ήταν εκεί για να πανηγυρίσει επιτέλους έναν Ευρωπαικό τίτλο (Σαπόρτα) μετά από 3 χαμένα φάιναλ φορ Πρωταθλητριών. Είδε τον Άρη να καταρρέει κι όμως έμεινε στην ομάδα μέχρι το 1996. Τότε φεύγωντας –σημαία για την ομάδα μετά από 11 χρόνια σε αυτήν- αγωνίστηκε μερικούς μήνες στην ΜΕΝΤ (1996) ενώ έκλεισε την καριέρα του αγωνιζόμενος στην Γ΄εθνική και τον ΟΦΗ στην Κρήτη (1996-97). Όσο και αν φαίνεται απίστευτο με τόσα παιχνίδια και τόσους τίτλους πίσω του, όταν σταμάτησε να παίζει ήταν μόλις 30 ετών, ενώ όταν έφυγε από τον Άρη ήταν 28. Χρόνια πριν ο ρολίστας γίνει είδος που αναζητάει ο προπονητής και η άμυνα με αλλαγές κάνει τους αθλητικούς ψηλούς must, o Ιωαννίδης τα είχε βρει όλα αυτά στον Βασίλη Λυπηρίδη. Που με τα χρόνια μέχρι και βολές άρχισε να βάζει.
Την φανέλα της εθνικής ομάδας, την φόρεσε 35 φορές και συμμετείχε σε δύο μεγάλες διοργανώσεις, ενώ συνολική του συγκομοιδή σε πόντους ήταν 117, ήτοι περίπου 3 πόντοι ανά αγώνα. Αλλά αυτός ήταν ο Βασίλης. Δεν χρειαζόταν να σκοράρει για να είναι χρήσιμος έως και απαραίτητος.