1955: Γεννιέται ο James Edwards. Ένας ψηλός με σχεδόν 20 χρόνια καριέρα στο ΝΒΑ και τρία πρωταθλήματα. Σε ένα εκ των οποίων μάλιστα - με τους Pistons το 1990 - ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας.
Παρακαλώ περιμένετε...
Γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου του 1977. Έχει ύψος 2,08 και αγωνιζόταν στις θέσεις των ψηλών.
Ξεκίνησε την καριέρα του από την Λάρισα και τον Περσέα και τα 18 του πήρε την μεταγραφή για την Ολύμπια. Εκεί αγωνίστηκε 3 χρόνια (1995-98) όντας μακράν ο καλύτερος παίκτης της ομάδας στο πρωτάθλημα της Α2 , αφού δύο συνεχόμενα χρόνια βγήκε 1ος σκόρερ και ριμπάουντερ της κατηγορίας (1997,1998).
Όλα αυτά του έδωσαν την ευκαιρία να πάει στην ΑΕΚ το 1998, όπου συνάντησε τους άλλους πολύ ταλαντούχους νεαρούς παίκτες της Ένωσης όπως ο Κακιούζης, ο Χατζής και ο Ζήσης. Στην ΑΕΚ αγωνίστηκε για 5 χρόνια (1998-2003) με κορυφαία στιγμή το πρωτάθλημα Ελλάδας το 2002 (στο οποίο ήταν και MVP), αλλά και δύο κύπελλα (2000,2001) και ένα κυπελλούχων (2000).
Το 2003 θα φύγει για πρωτη φορά εκτός Ελλάδας για λογαριασμό της Ισπανικής Βαλένθια (2003-04), με την οποία δεν θα έχει τόσο καλή παρουσία, αφού ακόμη των θυμούνται οι Ισπανοί φίλαθλοι και όχι με τον καλύτερο τρόπο. Αυτό βέβαια δεν έχει να κάνει τόσο με την πρώτη του θητεία αλλά και με τις άλλες δύο που ακολούθησαν.
Το 2004 θα μεταγραφεί στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας (2004-05) ενώ το 2005 θα επιστρέψει στην Βαλένθια (2005-06).
Το 2006 θα έρθει στην Ελλάδα και τον Παναθηναικό(2006-08) με τον οποίο θα κατακτήσει τα πάντα (2 πρωταθλήματα, 2 κύπελλα και μία Ευρωλίγκα). Το 2008 φεύγει και πάλι για Βαλένθια αλλά αυτήν την φορά θα αποχωρήσει πολύ νωρίς, με προορισμό την Νέα Σμύρνη και τον Πανιώνιο (2008-09).
Το 2009 θα βρεθει στην Θεσσαλονίκη και τον Άρη(2009-10). Το 2010 και πάλι στην ΑΕΚ(2010-11), ενώ θα κλείσει την καριέρα του το 2012 αγωνιζόμενος με την φανέλα του ΠΑΟΚ (2011-12).
Με την φανέλα της εθνικής Ελλάδος αγωνίστηκε 114 φορές, σκοράρωντας 957 πόντους. Ήταν βέβαια παρόν στις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ, στο χρυσο του Βελιγραδίου (2005) και στο ασημενιο της Σαιτάμα (2006).