Παρακαλώ περιμένετε...

ΤΕΛΙΚΑ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ;

  • 27/08/2021

Του Αντρέα Τσεμπερλίδη

Τελικά, τι είναι το μπάσκετ” ; Η βραχνή φωνή που έκανε την ερώτηση ανήκε στον Έλληνα, έναν από τους θαμώνες σε εκείνο το μπάρ - η λέξη καταγώγιο θα του ταίριαζε περισσότερο- που ένας Θεός ξέρει το πως είχε γεμίσει εκείνο το βράδυ με κάθε καρυδιάς καρύδι με ένα όμως κοινό χαρακτηριστικό.

 

Το μπάσκετ, το μοναδικό πράγμα που εδώ και αρκετή ώρα αποτελούσε το μοναδικό θέμα συζήτησης μεταξύ τους, συντροφιά με κακής ποιότητας αλκοόλ και δεκάδες γόπες από άφιλτρα τσιγάρα. Κανείς δεν θυμόταν ποιος έκανε την αρχή, ποιος ρώτησε πρώτος αλλά γρήγορα η κουβέντα άναψε και όλοι ξεκίνησαν να λένε τα δικά τους.

 

Συζητήσεις επί συζητήσεων για τα πάντα, από συστήματα και τεχνικές μέχρι το αιώνιο δίλημμα της ανάδειξης του καλύτερου. Όλοι είχαν επιχειρήματα, όλοι ήθελαν να πουν την άποψη τους, εννοείται πως κανένας δεν συμφωνούσε με τον άλλον. Ώσπου ακούστηκε εκείνη η φωνή που τους έριξε σε βαθιά σκέψη.Τι ήταν για τον καθένα τους το μπάσκετ;

 

"Είναι στιγμές και αναμνήσεις" είπε εκείνος ο κοντός ασπρομάλλης με το σκαμμένο πρόσωπο από το βάθος του πάγκου, πίνοντας την τελευταία γουλιά από το τέταρτο ουίσκι της βραδιάς. Και συνέχισε αφήνοντας το ποτήρι του, "ήμουν στο Μόναχο το 72, δούλευα εργάτης στη Siemens τότε και μας είχαν δώσει εισιτήρια στο εργοστάσιο κάποιοι Γερμανοί που δεν τα ήθελαν".

 

"Ένας γνωστός του πατέρα μου ήταν αστυνομικός και με έβαλε στο ημίχρονο στο γήπεδο. Είδα τις βολές του Καμπούρη ακριβώς μπροστά μου, μετά ούτε που θυμάμαι πως μπήκα στο παρκέ με μια σημαία αγκαλιά" είπε ο μεσήλικας που τόση ώρα όλοι πίστευαν πως έπαιζε μπιλιάρδο αδιαφορώντας για τη συζήτηση αλλά το αφτί του ήταν στημένο εκεί.

 

"Εγώ είμαι Γιουγκοσλάβος, έτσι γεννήθηκα και έτσι θα πεθάνω" ακούστηκε η φωνή του μπάρμαν, ενός ανθρώπου που το πρόσωπο του ήταν ένας χάρτης που πάνω του μπορούσες να διαβάσεις τα ίχνη από τις κακουχίες, το αίμα και το μίσος ενός εμφύλιου σπαραγμού. "Πριν από τον πόλεμο είδα τη Μπόσνα του Ντελίμπασιτς, την Τσιμπόνα του Ντράζεν και όταν παντρεύτηκα και μετακόμισα στο Σπλίτ ήμουν κάθε Σάββατο στο Γκρίπε. Πήγα και στο Ζάγκρεμπ το 89 με τα παιδιά μου", σε αυτές τις τελευταίες λέξεις τα μάτια του γυάλισαν.

 

"Το πατρικό μου σπίτι ήταν δίπλα στο Μασνάγκο, στην πόλη έβλεπα κάθε μέρα τον Μενεγκίν, τον Μορς και τον Ράγκα. Μια φορά μάλιστα είδα και τον Νίκολιτς αλλά δεν τόλμησα να του μιλήσω. Πηγαίνοντας στο Μιλάνο για να δουλέψω είδα ξανά τον Ντίνο, ήταν γερασμένος αλλά η καρδιά του το έλεγε ακόμα. Και τον Μάκαντου γερό τον αποκαλούσαν αλλά δεν τον σταματούσε κανείς", τα κεφάλια των υπολοίπων κινήθηκαν επιδοκιμάζοντας τα λεγόμενα του Ιταλού.

 

"Μαζί με κάτι φιλαράκια που σπουδάζαμε στο Μπάρι, ξεκινήσαμε δύο μέρες πριν το ταξίδι για να βρεθούμε στη Γενεύη. Κανείς μας δεν υποστήριζε τον ΠΑΟΚ, καλά καλά δεν ξέραμε και πολλά από μπάσκετ αλλά δε θα χάναμε την ευκαιρία να δούμε μια ελληνική ομάδα να σηκώνει το ευρωπαϊκό. Ο πατέρας μου που ήταν στο Καλλιμάρμαρο το 1968 μου είχε πει πως οι 80.000 δεν ήταν όλοι φίλαθλοι της ΑΕΚ αλλά Έλληνες που θεωρούσαν χρέος τους να βρεθούν στο πλευρό της. Έτσι και εμείς, πανηγυρίσαμε σαν τρελλοί και την επόμενη χρονιά στη Ναντ θέλαμε να το ξαναζήσουμε. Ήμουν εκεί όταν έκλαψε ο Μπάνε" θυμήθηκε συγκινημένος ο Έλληνας με τη φανέλα του Ιγκόρ Πρότι.

 

Ξαφνικά όλοι σαν συννενοημένοι γύρισαν προς το μέρος του ανθρώπου που έθεσε το αρχικό ερώτημα, η δική του βραχνή φωνή ακούστηκε ξανά, είχε έρθει η ώρα της αποτίμησης.

 

"Είδα τον Γκάλη να παίζει μπάσκετ. Τον είδα παρέα με τον Γιαννάκη να τρομοκρατούν την Ευρώπη, είδα το Αλεξάνδρειο να γεμίζει τρεις ώρες προτού ξεκινήσει ο αγώνας, είδα τη Θεσσαλονίκη κάθε Πέμπτη να θυμίζει έρημη πόλη, ταξίδεψα στη Γάνδη με ενθουσιασμό, στο Μόναχο με ελπίδα, στη Σαραγόσα με συγκίνηση. Έζησα τα καλύτερα μου χρόνια όπως και εσείς κρατώντας βαθιά στην ψυχή μου αυτές τις στιγμές. Και όταν πέθαναν οι όμορφες στιγμές, γεννήθηκαν οι αναμνήσεις"...

 

Σαν Σήμερα