1955: Γεννιέται ο James Edwards. Ένας ψηλός με σχεδόν 20 χρόνια καριέρα στο ΝΒΑ και τρία πρωταθλήματα. Σε ένα εκ των οποίων μάλιστα - με τους Pistons το 1990 - ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας.
Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Αρκετοί τον συγχέουν με τον συνεπώνυμο του Σεργκέι, με τον οποίο δεν είχε καμία απολύτως συγγένεια. Οι περισσότεροι τον έχουν συνδέσει με τον τελικό του Μονάχου και την πτώση των Αμερικανών από την κορυφή του Ολυμπιακού Έβερεστ. Ο Αλεξάντερ Μπέλοφ όμως ήταν ένας πολύ μεγάλος μπασκετμπολίστας που αγωνιζόταν με καρδιά, την ίδια καρδιά που τον πρόδωσε μόλις στα 27 του χρόνια.
Γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη που τότε λεγόταν Λένινγκραντ προς τιμήν του ιδρυτή της Σοβιετικής Ένωσης, ο Αλεξάντερ εντάχθηκε σε ηλικία δέκα ετών στα τμήματα υποδομής της Σπαρτάκ κατόπιν προτροπής του ανθρώπου που μαζί θα ζούσαν τις μεγαλύτερες στιγμές σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο.
Ο Βλάντιμιρ Κοντράσιν ήταν 32 χρονών το 1961 και ήδη έβλεπε τον εαυτό του στην άκρη του πάγκου της αγαπημένης του Σπαρτάκ. Η καριέρα του ως αθλητής πλησίαζε στη δύση της και ανέτειλε η προπονητική που την ξεκίνησε με τα μικρά παιδιά της ομάδας του Λένινγκραντ. Θέλοντας να βρει ταλέντα, ο Κοντράσιν επισκεπτόταν καθημερινά τα σχολεία της πόλης και σε μία τέτοια εξόρμηση το μάτι του έπεσε και στον δεκάχρονο Αλεξάντερ Μπέλοφ. Για τα επόμενα έξι χρόνια ο Κοντράσιν δούλευε επί καθημερινής βάσεως με τον άγουρο πιτσιρικά που δεν είχε πιάσει ποτέ μέχρι τότε τη μπάλα του μπάσκετ στα χέρια του και όταν έκρινε πως ήταν έτοιμος τον βάφτισε στη φωτιά του σοβιετικού πρωτάθληματος. Τι και αν ήταν μόνο 16, το ταλέντο και η αφοβία του δεν γινόταν να κρυφτούν.
Ήταν το 1967 στη Ρίγα εναντίον της VEF του γίγαντα των 2.21 Γιάν Κρούμινς που ο κατά 20 πόντους κοντύτερος Μπέλοφ έκανε ντεμπούτο και έδειξε πως το σοβιετικό μπάσκετ είχε βρει τον σέντερ της επόμενης δεκαετίας. Η κλήση του στην εθνική για το Ευρωμπάσκετ του 69 δεν αποτέλεσε έκπληξη, ο Αλεξάντερ είχε ξεπεράσει το στάδιο του φερέλπιδος και μετά τον Κοντράσιν και ο Γκομέλσκι τον θεωρούσε έναν έτοιμο παίχτη, ικανό να βρίσκεται στο ρόστερ της πρωταθλήτριας Ευρώπης.
Στις κλήσεις για τα μεγάλα τουρνουά της δεκαετίας του 70 το όνομα του βρισκόταν πάντα στη λίστα του εθνικού εκλέκτορα, πόσο μάλλον όταν αυτός ήταν ο μέντορας του, Βλάντιμιρ Κοντράσιν. O τελευταίος παρέλαβε την τεχνική ηγεσία της ΕΣΣΔ το 1970 από τον Γκομέλσκι μετά το Μουντομπάσκετ της Λιουμπλιάνα και ξεκίνησε την προετοιμασία με απότερο σκοπό τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972. Ενδιάμεσα, προπονητής και παίχτης κατέκτησαν ακόμα ένα χρυσό μετάλλιο στους Πανευρωπαϊκούς του 71 και την επομένη χρονιά πήγαν στο Μόναχο.
Τα γεγονότα του τελικού του Ολυμπιακού τουρνουά μπάσκετ είναι γνωστά και χιλιογραμμένα, τα περίφημα τρία δευτερόλεπτα, η παρέμβαση του Γουίλιαμ Τζόουνς, η πρώτη ήττα των Αμερικανών σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ιστορία έγραψε πως την ώρα που η μπάλα έφευγε από το χέρι του παλιού ακοντιστή Ιβάν Εντένσκο και έφτανε σε αυτά του Αλεξάντερ Μπέλοφ, από τη στιγμή λοιπόν που με ένα εκπληκτικό άλμα και πιεζόμενος από δύο αντιπάλους ο σέντερ των Σοβιετικών κατάφερε να ξερμακαριστεί, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βάλει τη μπάλα στο αμερικανικό καλάθι όπως και έγινε τη στιγμή που ήχουσε η κόρνα της γραμματείας.
Οι Σοβιετικοί ήταν χρυσοί Ολυμπιονίκες, ο Μπέλοφ ήρωας για ολόκληρη τη χώρα. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της ΕΣΣΔ, κατέρριψε ακόμα και αυτά τα αόρατα τείχη που είχε υψώσει το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, δύο ομάδες του ΝΒΑ πρόσφεραν συμβόλαιο ύψους ενός εκατομμυρίου δολλαρίων στον παίχτη και δύο εκατομμύρια στη Σπαρτάκ για να επιτρέψει στον Μπέλοφ τη μετακίνηση στην Αμερική. Υπήρξαν φήμες πως το θέμα έφτασε στο ανώτερο πολιτικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών αλλά η τελική απόφαση ανήκε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ και όπως ήταν φυσικό η άδεια δεν δόθηκε ποτέ στον παίχτη.
Ο Αλεξάντερ παρέμεινε στο Λένινγκραντ συνεχίζοντας να εμπλουτίζει την συλλογή μεταλλίων του όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο αφού το 73 στο Αλεξάνδρειο κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων με τη Σπαρτάκ σκοράροντας 18 πόντους στον τελικό. Την επόμενη χρονιά στο Πουέρτο Ρίκο και πάντα με τον Κοντράσιν στον πάγκο, ήρθε και το τρόπαιο του Μουντομπάσκετ και στα 23 του ο Σάσα είχε κατακτήσει τα πάντα με την εθνική ομάδα.
Στο εγχώριο πρωτάθλημα όμως η κυριαρχία της ΤΣΣΚΑ ήταν αδιαμφισβήτητη, ο άλλος Μπέλοφ και ο Γκομέλσκι δεν άφηναν περιθώρια σε κανέναν. Ο "Συνταγματάρχης" προσπάθησε πολλές φορές να φέρει τον Αλεξάντερ στη Μόσχα αλλά συναντούσε τη σθεναρή άρνηση του παίχτη που ήθελε να κατακτήσει το πρωτάθλημα με την ομάδα της γενέτειρας του και τον αγαπημένο του προπονητή. Τα κατάφερε τελικά το 1975, το κύπελλο του πρωταθλητή ήρθε στο Λένινγκραντ για να προστεθεί στο δεύτερο Κυπελλούχων με πρωταγωνιστή τον καλύτερο σέντερ της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Γκομέλσκι θα θυμόταν για πάντα τον αγώνα στην έδρα της Σπαρτάκ, ένα πραγματικό ντέρμπι που έκρινε τον τίτλο. Με λίγα δευτερόλεπτα να απομένουν και το παιχνίδι ισόπαλο, ο προπονητής της ΤΣΣΚΑ ζήτησε ταιμ άουτ. Οι πενταδάτοι παίχτες της Σπαρτάκ είχαν αποβληθεί με φάουλ εκτός από τον Μπέλοφ που έδινε ομηρικές μάχες με τον Ζαρμουχαμέντοφ και τον Μίσκιν. "Τι λέτε, θα κερδίσουμε στην παράταση;" ρώτησε ο "Συνταγματάρχης" τους παίχτες του. Αυτοί έριξαν μια ματιά στον απέναντι πάγκο και έγνεψαν καταφατικά, δε γινόταν να χάσουν μόνο από τον Μπέλοφ. Η συνέχεια δια στόματος Γκομέλσκι; "Η παράταση ξεκίνησε, εμείς απέναντι στον Σάσα, ήμασταν σίγουροι για τη νίκη. Το αποτέλεσμα; Ο Μπέλοφ μας νίκησε. Αυτός μόνος του, όχι η Σπαρτάκ"
Ο νικητής Αλεξάντερ ήταν ένας αθλητής πρότυπο για τους συμπατριώτες του, παρασημοφορημένος αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού και από τους καλύτερους παίχτες της Ευρώπης. Ακόμα και στην προσωπική του ζωή όλα πήγαιναν καλά, η σχέση του με την επίσης διεθνή μπασκετμπολίστρια Αλεξάντρα Οβτσινίκοβα φαινόταν πως θα κατέληγε σε γάμο. Και ήρθε το 1976 μετά τους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ που ο Μπέλοφ άρχισε να παραπονιέται για έντονους πόνους στο στήθος. Οι εξετάσεις στις οποίες υπεβλήθη δεν έδειξαν κάτι το ανησυχητικό αλλά οι ενοχλήσεις συνεχίστηκαν, υποχρεώνοντας τον Κοντράσιν να ξεκουράζει σε κάθε αγώνα της περιόδου 76-77 το αστέρι της Σπαρτάκ.
Ο Αλεξάντερ έδειχνε να ανακάμπτει και με τη συμπαράσταση της συζύγου του από την άνοιξη του 77 Οβτσινίκοβα, πίστεψε πως η περιπέτεια του είχε τελειώσει και η υγεία του ήταν αυτή που έπρεπε για έναν υψηλού επιπέδου 26χρονο αθλητή όπως αυτός. Μέχρι που ήρθε εκείνο το ταξίδι στο Μιλάνο, ο έλεγχος από τους τελωνειακούς στο αεροδρόμιο και η ανακάλυψη στις αποσκευές του κάποιων αγαλματιδίων. Ο παίχτης κατηγορήθηκε για λαθρεμπόριο και οι εφημερίδες με άνωθεν εντολή έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα στην όλη ιστορία. Η αποκαθήλωση του παίχτη έγινε με αστραπιαίους ρυθμούς, στερήθηκε του βαθμού του στον Στρατό και τη θέση του στη Σπαρτάκ και την εθνική. Αυτή η τόσο έντονη κινητοποίηση προκάλεσε απορίες εγείροντας ερωτηματικά και φήμες για εμπλοκή του Γκομέλσκι, οι οποίες πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας όταν λίγο μετά την τιμωρία ο "Συνταγματάρχης" ζήτησε από τον Σάσα να μεταγραφεί στην TΣΣΚΑ ενώ του υποσχέθηκε και την επανένταξη στην εθνική. Για άλλη μία φορά ο Μπέλοφ αρνήθηκε, προτάσσοντας ως επιχείρημα την επιβαρυμένη υγεία του και αποφεύγοντας τη συνεργασία με τον Γκομέλσκι.
Τελικά η τιμωρία ανακλήθηκε τον Δεκέμβριο του 77 και επετράπη στον Αλεξάντερ η επιστροφή στα παρκέ. Δουλεύοντας σκληρά για να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ (η ψυχολογική του κατάσταση ήταν τραγική την εποχή του αποκλεισμού) και να κερδίσει το χαμένο έδαφος, ανταμείφθηκε με την κλήση του στην προετοιμασία για το Παγκόσμιο του 1978 στις Φιλιππίνες. Η υποδοχή που του επεφύλαξαν οι συμπαίχτες του στο Τάλσι της Λετονίας όπου βρισκόταν το προπονητικό κέντρο της εθνικής ήταν αποθεωτική, κανείς δεν είχε πιστέψει την εμπλοκή του στο λαθρεμπόριο, το όνομα του ήταν άσπιλο στις τάξεις της ομάδας.
Ήταν έτοιμος για νέους θριάμβους υπό τη σκέπη της σημαίας με το σφυροδρέπανο αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Λίγες μέρες μετά κατά τη διάρκεια της προπόνησης, ο Μπέλοφ γονάτισε στο παρκέ, οι καρδιακοί πόνοι δεν τον είχαν ξεχάσει. Ο γιατρός της ομάδας τον μετέφερε στο τοπικό νοσοκομείο αλλά εκεί οι γιατροί ήταν άπειροι και δεν υπήρχαν ούτε τα μέσα για εμπεριστατωμένη διάγνωση.
Η διακομιδή του στο Λένινγκραντ κρίθηκε απαραίτητη και την ώρα που η υπόλοιπη ομάδα πέταγε για τη Μανίλα, ο Αλεξάντερ εισήχθη στο Ινστιτούτο Ιατρικών Σπουδών. Οι πιο διακεκριμένοι καρδιολόγοι της χώρας ενέσκηψαν στην περίπτωση του και η τελική διάγνωση ήταν απαγορευτική για την υγεία και τη ζωή του Μπέλοφ. Ο Σάσα είχε χτυπηθεί από μια σπανιότατη ασθένεια, η οποία ήταν ανίατη. Το καρδιακό σάρκωμα δεν δεχόταν καμία θεραπεία, οι προσπάθειες των ιατρών και του Κοντράσιν να βρει βοήθεια από ιατρικά κέντρα στην Αμερική, έπεσαν στο κενό.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1978 οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι που κάλυπταν το Μουντομπάσκετ που θα ξεκινούσε σε τρεις ημέρες, πάγωσαν στην είδηση του θανάτου του Αλεξάντερ Μπέλοφ. Τα νέα έφτασαν γρήγορα και στους Σοβιετικούς που δε μπορούσαν να πιστέψουν πως ο φίλος και συμπαίχτης είχε φύγει από τη ζωή μόλις έναν μήνα προτού συμπληρώσει τα 27 του χρόνια.
Στη μικρή διάρκεια της ζωής του, ο Αλεξάντερ Αλεξαντρόβιτς Μπέλοφ κατάφερε να γίνει σύμβολο για το σοβιετικό μπάσκετ. Το όνομα του έμεινε για πάντα στην ιστορία σε συνδυασμό με το Μόναχο αλλά θα ήταν άδικο να τον θυμόμαστε μόνο για αυτό. Ο Γκομέλσκι που τον θαύμαζε και τον ήθελε διακαώς στην ΤΣΣΚΑ, έχει περιγράψει καλύτερα από τον καθένα ποιος ήταν ο Αλεξάντερ Μπέλοφ και με τα λόγια του θα κλείσω αυτό το αφιέρωμα...
"Διαθέτοντας ένα ισχυρό άλμα, ο Σάσα ήταν πάντα στη σωστή ώρα και στιγμή στο σωστό μέρος. Το άλμα του Μπέλοφ προκαλούσε θαυμασμό και έκπληξη. Φαινόταν ότι μερικές φορές κρεμόταν στον αέρα, σαν να αιωρείται. Με τα γόνατα ελαφρώς λυγισμένα και δυνατά μακριά πόδια, με τους αγκώνες του απλωμένους και υψωμένους, έπιανε τόσο χώρο στη ρακέτα που οι αντίπαλοι απλά δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν. Το να σκοράρει κανείς μπροστά του ήταν αδιανόητο, γιατί δεν άφηνε κανέναν κοντά στη μπασκέτα. Επιπλέον είχε μια καταπληκτική αίσθηση, "μυριζόταν" που πήγαινε η μπάλα ενώ διέθετε και την απαραίτητη τακτική νοημοσύνη. Ο Σάσα ήταν πολύ μεγάλος παίχτης και ακόμα μεγαλύτερός μαχητής"....