Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Τον Απρίλιο του 1945 στον ευρωπαϊκό χώρο ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος. Παρόλα αυτά στην Ιταλία οι μάχες μεταξύ των Ιταλών ανταρτών και των Ναζιστικών στρατευμάτων συνεχίζονταν στους αγρούς, τα χωριά και τις πόλεις της ιταλικής επικρατείας με λύσσα και κέρδος λίγα μέτρα γης κάθε φορά.
Τα παιδιά όμως σε εκείνη τη γειτονιά του Μιλάνου ήθελαν να παίξουν το αγαπημένο τους ποδόσφαιρο ακόμα και αν οι σφαίρες σφύριζαν πάνω απο το κεφάλι τους. Ένα απο αυτά, ο 12χρονος Αλεσάντρο Γκάμπα βρέθηκε στο λάθος σημείο και μία σφαίρα καρφώθηκε στο δεξί του χέρι. Ο γιατρός που τον χειρούργησε σε εκείνο το στρατιωτικό νοσοκομείο, έτυχε να είναι φιλάθλος του μπάσκετ και προέτρεψε τους γονείς του μικρού να στρέψουν τον γιο τους προς τα εκεί ως κομμάτι της αποθεραπείας του απο τον τραυματισμό. Χωρίς να το ξέρει ο γιατρός, θα γινόταν η αιτία της "γέννησης"μιας απο τις μεγαλύτερες μορφές του ιταλικού και ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ο νεαρός ερωτεύθηκε το άθλημα, αφοσιώθηκε σε αυτό και έγινε τόσο καλός ώστε να φτάσει στο σημείο να κατακτήσει 10 πρωταθλήματα με την φανέλα της Ολύμπια Μιλάνο αλλά και να αγωνιστεί στην εθνική ομάδα ως αρχηγός της. Τα μεγαλεία όμως για τον Γκάμπα ήρθαν αφού κρέμασε τα παπούτσια του το 1965 και σχεδόν αμέσως βρέθηκε στο πλευρό του Τσέζαρε Ρουμπίνι ως βοηθός του στην αγαπημένη του Ολύμπια.
Ο Σάντρο δέχτηκε την πρόταση του πρώην προπονητή του με έναν όρο που δεν είχε σχέση με τις οικονομικές του απολαβές αλλά δείχνει το πόσο παθιασμένος ήταν με το άθλημα. Ζήτησε λοιπόν απο την διοίκηση να τον στέλνει δύο φορές κάθε χρόνο στην Μέκκα του μπάσκετ, την Αμερική με σκοπό να μελετάει και να ενημερώνεται για τις εξελίξεις. Τα ταξίδια αυτά ωφέλησαν τόσο τον Γκάμπα οσο και την Ολύμπια αφού ο Σάντρο λειτουργούσε και ως σκάουτερ, καταφέρνοντας να δελεάσει τους Αμερικανούς αθλητές να περάσουν τον Ατλαντικό.
Το 1973 η μεγάλη αντίπαλος της Ολύμπια, η Βαρέζε επέλεξε τον Γκάμπα ως αντικαταστάτη του Νίκολιτς που επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία για τον Ερυθρό Αστέρα. Σε μια ομάδα με σφυρηλατημένο το μέταλλο του πρωταθλητή, ο Σάντρο έβαλε τη δική του πινελιά και αποζημιώθηκε με δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών και αντίστοιχα πρωταθλήματα.
Όπως υποστήριζε και ο Νταν Πίτερσον, κάθε ομάδα του Γκάμπα είχε κάτι που την χαρακτήριζε και αυτό ήταν η δύναμη. Αυτό ίσως είδαν και οι ιθύνοντες της ιταλικής ομοσπονδίας, δίνοντας του το 1979 τα κλειδιά της εθνικής ενώ ήταν παράλληλα προπονητής στην Τορίνο. Με τους Azzurri o Σάντρο θα κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 83, το χάλκινο σε αυτό του 85 αλλά και το ασημένιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, μία επιτυχία που του πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό αφού ήταν αυτός που είχε την έμπνευση να στείλει τον Σακέτι πάνω στον Μπέλοφ στον ημιτελικό με το μεγάλο φαβορί των Αγώνων, την οικοδέσποινα Σοβιετική Ένωση.
Εξαιτίας της δικής του επιθυμίας για καθημερινή ενασχόληση παραιτήθηκε απο τη θέση του εθνικού εκλέκτορα μετά το Ευρωπαϊκό της Γερμανίας και ανέλαβε την Βίρτους Μπολόνια. Όμως η αποτυχία της Squadra Azzurra το 87 στην Αθήνα έφερε τον Γκάμπα εσπευσμένα πίσω για μία δεύτερη θητεία που είχε ως αποτέλεσμα άλλο ένα ασημένιο μετάλλιο στο δικό τους Ευρωμπάσκετ το 1991.
O Σάντρο Γκάμπα είναι πια 88 χρονών και απο αυτά τα 70 τα έχει περάσει μέσα στο παρκέ μεταλαμπαδεύοντας τις γνώσεις του και κυριολεκτικά ζώντας για το μπάσκετ. Σε αυτόν τον μεγάλο μπασκετάνθρωπο που οι Ιταλοί με σεβασμό έχουν αποδώσει τον χαρακτηρισμό "il pàpa" δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε να συνεχίσει να είναι ακμαίος και πάντα δίπλα στο άθλημα που αγάπησε...