Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Στη Λιμόζ του Μάλκοβιτς που είχε αναγάγει τον "στραγγαλισμό" των αντιπάλων σε τέχνη και τα πάντα ξεκινούσαν απο την αμυντική λειτουργία της ομάδας, ο Μάικλ Γιανγκ με το ξεχωριστό του ταλέντο στο σκοράρισμα, ήταν o παίχτης που ο Μπόζα του είχε αναθέσει να παίρνει πάνω του το σύνολο των επιθέσεων των πρωταθλητών Ευρώπης του 1993.
Γιατί καλή η άμυνα αλλά το μπάσκετ δεν είναι ποδόσφαιρο για να τελειώσει ένας αγώνας 0-0 και ο "Σιωπηλός Δολοφόνος" όπως ήταν το παρατσούκλι του Γιανγκ απο τα χρόνια του στο Χιούστον, έκανε και στη Γαλλία αυτό που γνώριζε στην εντέλεια. Να σκοράρει, έτσι ακριβώς έβγαζε το ψωμί του ο Μάικλ, ήδη απο την εποχή που ήταν μέλος των θρυλικών Phi Slama Jama των Χιούστον Κούγκαρς και παρέα με τον Χακίμ, τον Κλάιντ Ντρέξλερ και τον Λάρι Μισό, έφτασε σε δύο συνεχόμενους τελικούς του ΝCAA το 83 και το 84 μένοντας όμως με άδεια χέρια.
Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της κατάκτησης των τίτλων για τον βομβαρδιστή απο το Χιούστον που δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση το καλοκαίρι του 84 που οι Σέλτικς τον επέλεξαν στο νούμερο 24 του ντραφτ, να γνωρίζει πως το επαγγελματικό του μέλλον βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Στη Βοστώνη ο δίμετρος αριστέροχειρας φόργουορντ δεν κατάφερε να πείσει πως μπορούσε να φορέσει τη φανέλα των Κελτών και το ίδιο συνέβη και στο Φοίνιξ που τον αποχαιρέτησε τον Νοέμβριο του 84 μετά απο μόλις δύο ολιγόλεπτες συμμετοχές.
Για τα επόμενα δύο χρόνια έβγαζε μάτια στο CBA περιμένοντας στο ακουστικό του την κλήση απο μια ομάδα του ΝΒΑ αλλά όταν αυτή ήρθε απο τη Φιλαδέλφεια και τους Σίξερς, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε για τον Μάικλ. Δύο φορές πάτησε το παρκέ του "Σπέκτρουμ" και κάπως έτσι πήρε το μήνυμα πως στην πατρίδα του δεν υπήρχαν οι προοπτικές για κάτι περισσότερο. Παραδόξως, για έναν μπασκετμπολίστα με τη δική του ικανότητα στο σκοράρισμα, οι πύλες του ευρωπαϊκού μπάσκετ δεν άνοιξαν αμέσως αλλά έπρεπε να παίξει για δύο σεζόν στις Φιλιππίνες κερδίζοντας το βραβείο του πολυτιμότερου παίχτη για να μπει στα ραντάρ των ομάδων της Γηραιάς Ηπείρου.
Στα 26 του χρόνια πια ο Γιανγκ, το καλοκαίρι του 87 τον βρήκε στη βορειοδυτική Ισπανία για τη Βαγιαδολίδ και με τους 24 πόντους που πετύχαινε ανά αγώνα, βοήθησε την ομάδα να παραμείνει εύκολα στην ACB και τις δύο σεζόν που έμεινε στην πρωτεύουσα της Καστίλης. Σε ένα καλοκαιρινό φιλικό προετοιμασίας τον είδε για πρώτη φορά το 1988 και εντυπωσιάστηκε και ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, τόσο ώστε ο Γιουγκοσλάβος να σημειώσει το όνομα του στο μπλοκάκι του.
Απέχουμε όμως μερικά χρόνια απο το καλοκαίρι του 92 και μέσα σε αυτό το διάστημα ο Μπόζα έγινε δύο φορές πρωταθλητής Ευρώπης ενώ ο Γιανγκ μετά την τελευταία (45 αγώνες τη σεζόν 89-90) αποτυχημένη απόπειρα του με τους Κλίπερς να βρει εγγυημένο συμβόλαιο και σίγουρη θέση στο ΝΒΑ, πέρασε ξανά τον Ατλαντικό με προορισμό την Ιταλία, χώρα που δεν του ήταν άγνωστη απο το πέρασμα του στις αρχές του 1989 με την Ούντινε. Στο Spaghetti Sircuit με τη φανέλα της Ρέτζιο Καλάμπρια ο Μάικλ σκόραρε αφειδώς αναδεικνύομενος σε πρώτο σκόρερ της Serie A αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον υποβιβασμό. O Τσάρλι Ρεκαλκάτι στηρίχτηκε στον "Σιωπηλό Δολοφόνο" για την άμεση προαγωγή της ομάδας στα μεγάλα σαλόνια και ο Γιανγκ τον δικαίωσε με 34 πόντους μέσο όρο για τη πρωταθληματική σεζόν 91-92.
Ο Μάικλ έχοντας φτάσει τα 31 αναζητούσε μια νέα πρόκληση στην καριέρα του, έψαχνε την ομάδα που θα του έδινε την ευκαιρία να παίξει στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Την ίδια περίοδο, o Μάλκοβιτς που βρισκόταν στο τιμόνι της Λιμόζ απο τον Ιανουάριο, προχωρούσε σε ριζικές αλλαγές στο ρόστερ. Ο Μπόζα "σκούπισε" σχεδόν όλη τη ομάδα που έχασε στους τελικούς απο την Ορτέζ, αποφασίζοντας να εισάγει έναν τρόπο παιχνιδιού στηριζόμενο στο πολύ ξύλο στην άμυνα και το αργό τέμπο στην επίθεση. Έφερε στην πόλη της πορσελάνης τον Γιούρι Ζντόβτς και όταν έμαθε πως ο Γιανγκ ήταν ελεύθερος, ζήτησε απο τη διοίκηση την απόκτηση του.
Γύρω απο αυτούς τους δύο και τον γερόλυκο Ρισάρ Ντακουρί που ξεχώριζαν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα απο τους υπόλοιπους, ο Μπόζα ξεκίνησε το χτίσιμο της ομάδας που θα έφτανε στην κορυφή του μπασκετικού Έβερεστ. Οι Γάλλοι ρίχτηκαν στη μάχη για να βρεθούν στο Φάιναλ Φορ του ΣΕΦ χωρίς να έχουν τον τίτλο του φαβορί ειδικά μετά τη ζόρικη πρόκριση στους ομίλους του Πρωταθλητριών απέναντι στους Άγγλους των Γκίλφορντ Κίνγκς.
Στον όμιλο πέρασαν ως δεύτεροι στα προημιτελικά πίσω απο τον ΠΑΟΚ με τον Γιανγκ να σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος στο επιθετικό κομμάτι και τον Ολυμπιακό να είναι το τελευταίο εμπόδιο πριν απο το ΣΕΦ. Στον πρώτο αγώνα που έγινε στην Πάτρα λόγω τιμωρίας της έδρας των Ερυθρόλευκων, ο Μάικλ πιάστηκε στις αμυντικές δαγκάνες του Σιγάλα και με μόλις 8 πόντους απο το μεγάλο της αστέρι, η Λιμόζ δεν μπόρεσε να διεκδικήσει τη νίκη. Τα πράγματα όμως άλλαξαν στο Μπομπλάν, τόσο στο δεύτερο ματς που ο Γιανγκ σκόραρε 20 πόντους όσο και στο τρίτο και καθοριστικό που όλοι θυμόμαστε τον Ζάρκο να πατάει (..) τη γραμμή και τον Ζντόβτς να σκοράρει το νικητήριο καλάθι αλλά δεν θα φτάναμε ποτέ εκεί αν ο Μάικλ δεν είχε φιλοδωρήσει με μία ξεγυρισμένη 30αρα την ερυθρόλευκη άμυνα.
Οι Λιμουζό πήραν το εισιτήριο για το Φαληρικό στάδιο και ελάχιστοι ήταν αυτοί που τους έδιναν έστω και μικρή πιθανότητα για νίκη στον ημιτελικό απέναντι στη Ρεάλ του Σαμπόνις. Οι παίχτες του Μάλκοβιτς όμως χτύπησαν το πρώτο καμπανάκι κερδίζοντας τους Ισπανούς με 20 πόντους του Γιανγκ και περίμεναν τον νικητή του ετέρου ημιτελικού.
Στις 15 Απριλίου του 93, τη νύχτα που κατά τον Πέταρ Σκάνσι "απόψε πέθανε το μπάσκετ", ο Μάικλ Γιανγκ, δέκα χρόνια μετά απο εκείνο το βράδυ στο Νέο Μεξικό όπου αυτός και οι συμπαίχτες του έπεσαν θύματα μιας απο τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του κολεγιακού πρωταθλήματος, ήταν η σειρά του να γίνει ο θύτης μιας παρόμοιας έκπληξης.
Στον τελικό των αουτσάιντερ, υπήρχε φαβορί και αυτό ήταν η Μπενετόν του Κούκοτς που μετά τον αποκλεισμό του ΠΑΟΚ οι περισσότεροι προεξοφλούσαν πως η ιταλική ομάδα θα ήταν η νέα πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο και εν προκειμένω τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς που πήγε τον τελικό εκεί ακριβώς που ήθελε. Στο χαμηλό σκορ με προεξάρχουσα τη σκληρή στα όρια του αντιαθλητικού άμυνα ενώ στην επίθεση ήξερε πως ο Μάικλ θα έβγαζε τα κάστανα απο τη φωτιά. Ο Αμερικανός πήρε σχεδόν τις μισές επιθέσεις της ομάδας του, αν και άστοχος πέτυχε 18 πόντους που σε έναν κακό τελικό στάθηκαν υπεραρκετοί να κρατήσουν τη Λιμόζ στον αγώνα μέχρι να φτάσουμε στην φάση με το κλέψιμο του Φορτέ στον Κούκοτς και τις βολές του Γιούρι για το τελικό 55-59 υπέρ των Γάλλων.
Η Λιμόζ ήταν η νέα πρωταθλήτρια Ευρώπης και ο Γιανγκ στην τρίτη του απόπειρα σε Φάιναλ Φορ κατακτούσε επιτέλους ένα μεγάλο τρόπαιο (οσο μπορεί να ονομαστεί τρόπαιο το αγαλματάκι- έμπνευση της FIBA) με τον ίδιο να είναι ο πραγματικός MVP του τελικού. Αφού πήρε και δύο πρωταθλήματα με τη Λιμόζ και έπαιξε σε ένα ακόμα Φάιναλ Φορ στη Σαραγόσα, ο Αμερικανός έμεινε ακόμα μια χρονιά στη Γαλλία για τη Λυόν και μετά πέρασε μία βόλτα απο τα παλιά του λημέρια στην Ιταλία με τη Φαμπριάνο προτού ρίξει την αυλαία στο Ισραήλ με τη Μακάμπι Γκιβάτ όταν σε ηλικία 37 χρονών παρακαλώ, έκλεισε το 1998 την καριέρα του έχοντας 26 πόντους μέσο όρο.
O Μάικλ Γιανγκ ήταν ένα "πολυβόλο" των παρκέ, ένας σπουδαίος σκόρερ με φονικό ένστικτο. Θα κλείσω το άρθρο με τα λόγια εκτίμησης του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς για αυτόν -και όλοι ξέρουμε πως ο Μπόζα δεν λέει εύκολα καλή κουβέντα-. Έχει δηλώσει λοιπόν ο Μπόζα πως " Όταν ο Γιανγκ πάταγε το πόδι του στο γήπεδο ήταν ήδη απειλή για τον αντίπαλο. Μεγάλος σουτέρ, ένας απο τους καλύτερους παίχτες αλλά και ανθρώπους που συνεργάστηκα στην καριέρα μου. Είναι ο μοναδικός παίχτης στον οποίο όταν τελείωσε η συνεργασία μας, του χάρισα ένα χρυσό νόμισμα ως δείγμα της εκτίμησης μου". Τεράστιο παράσημο για έναν πραγματικά μεγάλο παίχτη σαν τον Μάικλ Γιανγκ...