Παρακαλώ περιμένετε...
Του Γιώργου Καρούλια
19 Ιουλίου, 1944. Το Λιβόρνο, το κυριότερο λιμάνι της Τοσκάνης απελευθερώνεται από την Πέμπτη Στρατιά του Αμερικανικού Στρατού και Ιταλούς παρτιζάνους. Σύμφωνα με τον ιστορικό James Holland βρήκαν "μια πόλη φάντασμα, που έκειτο στα ερείπια, ισοπεδωμένη από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων". Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι Γερμανοί έβαλαν εκρηκτικά στις εναπομείνασες εγκαταστάσεις του λιμανιού που έμεναν όρθιες, σε διάφορα ριζόρτ της παραλίας, το Fanale dei Pisani, τον φάρο της πόλης αλλά και σε άλλα κτίρια και γέφυρες. Αν προσθέσουμε και μία αεροπορική επιδρομή της Luftwaffe δέκα μέρες μετά, η πόλη δέχθηκε συνολικά έξι επιδρομές από αέρος. Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήχθη μετά την απελευθέρωση, το 15.78% της πόλης είχε καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ πέθαναν 1300 άνθρωποι και άλλοι 30.000 έμειναν άστεγοι.
Η λήξη του Β'Παγκοσμίου Πολέμου στις 5 Σεπτεμβρίου του 1945 έφερε έναν τεράστιο αναστεναγμό ανακούφισης και την αδήριτη ανάγκη των ανθρώπων να χτίσουν ξανά την ζωή τους από την αρχή, σε όλους τους τομείς. Δεν ήταν εύκολο βέβαια. Η πείνα, η δυστυχία, ο θάνατος, τα ερειπωμένα και ισοπεδωμένα κτίρια ήταν ακόμα εκεί, για να τους θυμίζουν την φρίκη του πολέμου. Στην περίπτωση του Λιβόρνο, ήδη τρεις μήνες μετά την απελευθέρωση, στις 18 Οκτωβρίου του 1944 το συμβούλιο της πόλης σύστασε ειδική επιτροπή για την ανοικοδόμηση της πόλης. Καθώς οι Αμερικανοί είχαν ακόμα τον έλεγχο του λιμανιού και της ακτής, οι κάτοικοι της πόλης όφειλαν να συνυπάρξουν μαζί τους ώστε να αρχίσουν ξανά από το μηδέν πλάι-πλάι. Κάπου ανάμεσα στα ερείπια και την ανείπωτη θλίψη πρόκειται να γραφτεί ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του ιταλικού μπάσκετ. Αυτό που δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ωστόσο είναι ότι ο αναγεννητής του αθλήματος στην μεταπολεμική Ιταλία, λίγα χρόνια μετά την πτώση του φασισμού, θα ήταν ένας μαύρος, ο Αφροαμερικανός Elliott Van Zandt! Τελικά η ζωή αρέσκεται στην ειρωνεία...
Το όνομα του προδίδει μία μακρινή ολλανδική καταγωγή, ωστόσο η οικογένειά του δεν προέρχεται από τις Κάτω Χώρες. Γεννημένος στο Hot Springs του Arkansas το 1915, ο Van Zandt έχασε τον πατέρα του όταν ήταν ακόμα μωρό ενώ δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του, μοδίστρα στο επάγγελμα, τον άφησε σε συγγενείς και εγκαταστάθηκε πρώτα στο Memphis του Tennessee και μετέπειτα στο Chicago, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη που δεν θα έβρισκε στον Νότο, ούσα χωρισμένη και μαύρη στο χρώμα. Ο ίδιος μεγάλωνε όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας τους, με μια διαφορά, που δυστυχώς δεν ήταν ασήμαντη στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα: ήταν μαύρος. Πολλά μέλη της μαύρης κοινότητας των ΗΠΑ τότε ανέπτυξαν (και μάλλον δικαιολογημένα) μίσος για εκείνη την κοινωνία που διαχώριζε τους ανθρώπους με βάση το χρώμα του δέρματός τους. Δεν είχε πολλές δεκαετίες που ο θεσμός της σκλαβιάς είχε λάβει τέλος ενώ ο ρατσισμός ήταν καθημερινό φαινόμενο. Παράλληλα, ήδη ακούγονταν οι φωνές που μιλούσαν για την Αφρική, την πατρίδα, ένα μέρος που δεν υπήρχε καταπίεση.
Ήδη μπαίνοντας στην εφηβεία ο Van Zandt είχε περάσει αρκετά δύσκολα. Ωστόσο δεν μπορούσε να μισήσει κάποιον, δεν ήταν στον χαρακτήρα του. Ένιωθε Αμερικανός, πίστευε στην ύπαρξη του αμερικανικού έθνους και την συνύπαρξη των ανθρώπων. Ήταν και από τους τυχερούς που μπόρεσαν να πάνε στο σχολείο, σε αντίθεση με άλλα "ημιορφανά" μαύρα παιδιά , όπου ερωτεύτηκε την φυσική αγωγή και τον αθλητισμό, ιδιαίτερα το μπάσκετ και το φουτμπολ. Το πάθος του για τον αθλητισμό δεν σταμάτησε ακόμα και όταν αναγκάστηκε να ψάξει για δουλειά. Σταμάτησε τις σπουδές του, ωστόσο δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά τα "fundamentals" των αγαπημένων του αθλημάτων. Όταν έγινε 20 χρονών, άλλαξε εντελώς στροφή στην ζωή του. Έφυγε από το σπίτι του και ταξίδεψε στην Alabama, προκειμένου να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο του Tuskegee, το οποίο δεν ήταν απλά ένα πανεπιστήμιο όπως όλα τα υπόλοιπα. Για τους Αφροαμερικανούς του Νότου ήταν ένα σύμβολο για την χειραφέτηση τους στην καρδιά των πρώην Συνομοσπονδιακών πολιτειών. Εκεί ήταν τόσο το αστέρι αλλά και ο βοηθός προπονητή της ομάδας μπάσκετ, ενώ το 1943 πήρε το πτυχίο του στην Φυσική Αγωγή. Υπήρχε ωστόσο ένα πρόβλημα: Ο Καθηγητής Elliott Van Zandt ήταν μαύρος και δεν μπορούσε να διδάξει λευκούς στον Νότο, όπου ακόμα οι απόγονοι της Συνομοσπονδίας και οι γαιοκτήμονες πίστευαν ότι οι Αφροαμερικανοί έπρεπε να είναι υποτελείς, να πηγαίνουν σε ξεχωριστά σχολεία και το πολύ πολύ να πηγαίνουν στον στρατό ως τροφή για τα κανόνια.
Ήδη από το τέλος του 1941, όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο, πολλοί νέοι Αφροαμερικανοί κατατάχθηκαν στον αμερικανικό στρατό, με τον Van Zandt να μην αποτελεί εξαίρεση. Το καλοκαίρι του 1943 ο Elliott εστάλη στην βόρεια Ιταλία όπου υπηρέτησε στον Πέμπτο Στρατό για 22 μήνες, στην 82η Μεραρχία Πεζικού, ένα τάγμα που αποτελείτο αποκλειστικά από μαύρους, με τις ΗΠΑ να εντάσσουν τον φυλετικό διαχωρισμό ακόμα και στον στρατό. Παρά το γεγονός ότι οι Αφροαμερικανοί συνήθως αναλάμβαναν τις πιο επικίνδυνες αποστολές, ο Van Zandt ευτύχησε να δει το τέλος του πολέμου, αποστρατευόμενος μάλιστα με τον βαθμό του λοχαγού. Όταν τον ρώτησαν αν είναι πρόθυμος να μείνει στην Ιταλία να επιβλέψει την μετάβαση της χώρας στην μετά φασισμού εποχή, εκείνος δέχτηκε χωρίς δισταγμό καθώς δεν ήθελε να επιστρέψει και εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο.
Το καλοκαίρι του 1945 τα προαύλια των στρατοπέδων των αμερικανικών στρατευμάτων είχαν μετατραπεί σε χώρους άθλησης. Οι στρατιώτες έπαιζαν μπάσκετ, φούτμπολ και μπέιζμπολ ενώ συγκεντρωνόταν πλήθος ανθρώπων, περίεργο αλλά και συνάμα φοβισμένο, προκειμένου να τους δει να παίζει. Πολλοί Ιταλοί αγαπούσαν τον αθλητισμό, ωστόσο υπήρχαν και πολλοί που στο μυαλό τους τον είχαν συνδέσει με φασιστικές πρακτικές παραστρατιωτικής εκπαίδευσης, Στον φασισμό ο αθλητισμός αποτελούσε βασικό πυλώνα της κοινωνίας. Δημιουργούσε δυνατά κορμιά χωρίς την καλλιέργεια της ανάγκης για ελευθερία ενώ η προπόνηση προϋπέθετε θυσίες που με την σειρά τους θα εμφυσούσαν στους αθλητές την έννοια της αυταπάρνησης στο πεδίο της μάχης. Όλοι (ιερείς, υπουργοί, δημοσιογράφοι) θα υμνούσαν τις επιτυχίες των Ιταλών αθλητών ωστόσο κανείς τους δεν ανέφερε το μακροπρόθεσμο σχέδιο: να γίνουν τα γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης μηχανής πολέμου. Εύλογα λοιπόν τα ομαδικά αθλήματα και η πειθαρχία των αθλητών φόβιζε τους ανθρώπους, τους ξυπνούσε άσχημες μνήμες, μνήμες που θα ήθελαν να ξεχάσουν. Ωστόσο η φωτιά ήταν εκεί, η αγνή αγάπη για το άθλημα δεν έφυγε ποτέ από μέσα τους.
Δεν ήταν εύκολο, καθώς οι Ομοσπονδίες όλων των αθλημάτων της Ιταλίας ήταν στενά συνδεδεμένες με το καθεστώς. Η Ιταλική Ομοσπονδία Μπάσκετ FIP (Federazione Italiana Pallacanestro) πιο συγκεκριμένα είχε ανθίσει χάρη στις αθλητικές δραστηριότητες φασιστικών οργανώσεων όπως η Opera Nazionale Dopolavoro και η Opera Nazionale Balilla, συνεπώς έπρεπε να αρχίσει ξανά από το μηδέν και να λειτουργήσει σε δημοκρατικά πλαίσια. Ο νέος της πρόεδρος Aldo Mairano ήταν ένα φιλόδοξο άτομο και επιθυμούσε την ανάπτυξη του ιταλικού μπάσκετ, αλλά με βασική προϋπόθεση να γίνουν σημαντικές τομές όσον αφορά τους παιδαγωγικούς του στόχους. Πλέον το μπάσκετ δεν θα αποτελούσε πια ένα "όχημα πολέμου" και δεν θα δημιουργούσε νέους στρατιώτες, αλλά θα ήταν ένας ωραίος και έξυπνος τρόπος να προωθηθεί ένας υγιής και διασκεδαστικός τρόπος ζωής. Και μία καλή αφορμή για να διαδοθεί το άθλημα ήταν οι εκατοντάδες Αμερικανοί στρατιώτες που ακόμα βρίσκονταν στην Ιταλία, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλοί καλοί αθλητές και προπονητές. Ο Mairano πίστευε ότι οι διδασκαλίες των "μετρ του σπορ" Αμερικανών θα έκανε τους Ιταλούς πιο ανταγωνιστικούς. Και κάπως έτσι, χτύπησε την πόρτα του Elliott Van Zandt.
Δέχτηκε χωρίς να το σκεφτεί. Θα ήταν η πρώτη φορά στην ζωή του που θα προπονούσε λευκούς αθλητές και θα πληρωνόταν γι'αυτό. Αγόρασε ένα σπίτι στην Φλωρεντία και έκανε την δική του οικογένεια εκεί. Εκείνη την μέρα που αποδέχτηκε την πρόταση, το ιταλικό μπάσκετ πέρασε σε μία νέα εποχή, αυτήν των ατομικών fundamentals. Ο Van Zandt έκανε τους παίκτες να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στην ντρίπλα, το σουτ, την πάσα, την ατομική άμυνα, εισάγοντας τεχνικές που δεν είχαν ξανακούσει. Ο θρυλικός Hall of Famer, Sandro Gamba, δήλωσε ότι ήταν εκείνος που "έμαθε στους Ιταλούς πως να κινούνται", ήταν αυτός που τους έδειξε το tiro in sospesione, το λεγόμενο jump shot, που ήταν σχετικά πρόσφατο ακόμα και στην Αμερική! Είχε θέσει ως σκοπό την δημιουργία μπασκετικής κουλτούρας μέσα από ειδικά προγράμματα προπόνησης που έβγαζε για τους παίκτες του, δίνοντας έμφαση στην καλή φυσική κατάσταση. Ήταν εργασιομανής ως άνθρωπος, δούλευε πολύ και διαρκώς, χωρίς να κουράζεται, ταξιδεύοντας σε όλη την Ιταλία προκειμένου να δώσει τα φώτα του σε παίκτες και προπονητές. Συνέχισε να δουλεύει ακόμα και όταν η γραφειοκρατία του έβαζε εμπόδια. Το 1947, την παραμονή του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος η Ιταλική Ολυμπιακή Επιτροπή δεν του επέτρεψε αρχικά να καθίσει στον πάγκο της ομάδας επειδή δεν είχε βίζα. Αλλά ας μην γελιόμαστε, δύο μόλις χρόνια μετά την πτώση του φασισμού η Ιταλία δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αποβάλλει εντελώς το εθνικιστικό της περίβλημα, πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για μαύρο προπονητή.
Το 1948 κάθισε για πρώτη φορά και επίσημα στον πάγκο της Ιταλίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, ωστόσο η Ιταλία τερμάτισε 17η, πληρώνοντας τις τρεις αρχικές ήττες από την Ουρουγουάη, την Ουγγαρία και τον Καναδά. Το 1949 η Ιταλία δεν συμμετείχε στο Ευρωμπάσκετ που διεξήχθη στο Κάιρο ενώ το 1950, μολονότι πέρασε από την προκριματική φάση, αποφάσισε να αποσύρει την συμμετοχή της από το πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αργεντινής για οικονομικούς λόγους. Το 1951 ο Van Zandt οδήγησε την Squadra Azzura στην 5η θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Παρισιού και στην τρίτη θέση στους Μεσογειακούς Αγώνες στην Αίγυπτο την ίδια χρονιά, ωστόσο οι ιθύνοντες δεν έμειναν ευχαριστημένοι και τον καθαίρεσαν. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι το ρεκόρ του σε 45 επίσημα παιχνίδια ήταν 33-12. Την επόμενη χρονιά ανέλαβε την Εθνική Τουρκίας που θα αγωνιζόταν στο Προολυμπιακό Τουρνουά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952, ωστόσο δεν κατάφερε να προκριθεί στην κύρια διοργάνωση.
Όταν επέστρεψε στην Ιταλία, πέρασε ένα αρχικό στάδιο αβεβαιότητας ωστόσο η ευκαιρία δεν άργησε να του χτυπήσει την πόρτα. Το CUS Milano, αθλητικό κέντρο όλων των πανεπιστημίων του Μιλάνο του πρότεινε την θέση του προπονητή της ομάδας μπέιζμπολ κι εκείνος δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ακόμα από τότε που ήταν στον στρατό είχε ανακαλύψει ότι παρά τα στερεότυπα, αυτό το "άθλημα των λευκών" ταίριαζε τόσο στην ιδιοσυγκρασία των μαύρων όσο και των Μεσογειακών λαών. Παράλληλα ήθελε να ασχοληθεί με τα πανεπιστημιακά σπορ, μεταδίδοντας στα νέα παιδιά την εμπειρία και την τεχνογνωσία του. Ο επαγγελματισμός του και η προσέγγιση του έργου του ενθουσίασε τους ιθύνοντες, οι οποίοι του ανέθεσαν επιπλέον τόσο την ομάδα του ράγκμπι όσο και την ομάδα στίβου στα επόμενα χρόνια.
Τα εξαιρετικά του αποτελέσματα (κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1958) δεν άργησαν να προσελκύσουν τα βλέμματα της ποδοσφαιρικής Μίλαν. Τόσο ο προπονητής Luigi Bonizzoni όσο και ο τεχνικός διευθυντής Gipo Viani του προσέφεραν θέση στην ομάδα και έτσι ο Elliott Van Zandt έγινε ο πρώτος προπονητής φυσικής κατάστασης στο Καμπιονάτο, όπου μάλιστα κατέκτησε το πρωτάθλημα της σεζόν 1958-59. Δυστυχώς όμως δεν κατάφερε να το χαρεί όπως εκείνος θα ήθελε.
Το 1959 αρρώστησε σοβαρά και νοσηλευόταν σε κλινική του Μιλάνο, τα νεφρά του δεν λειτουργούσαν πια. Η οικογένεια Van Zandt κατάλαβε ότι η τελευταία τους ελπίδα ήταν η μεταμόσχευση νεφρού, μία νέα σχετικά τότε επέμβαση. Στις 25 Οκτωβρίου του 1959 επιβιβάστηκε σε αεροπλάνο με προορισμό το Chicago, ωστόσο άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη διάρκεια του ταξιδίου. Θαρρείς ότι ήταν γραφτό να γίνει, ότι όπως εκείνος υπήρξε γέφυρα ανάμεσα στην Αμερική και την Ιταλία, έτσι ήταν το "σωστό" (όσο σωστό μπορείς να αποκαλέσεις τον θάνατο), να φύγει πάνω από τον Ατλαντικό, ανάμεσα στις δύο χώρες. Και κάπως έτσι έφυγε από την ζωή ένας άνθρωπος που κατά τα λεγόμενα της αρραβωνιαστικιάς του Alba Pisani "ένιωθε πιο πολύ Ιταλός από Αμερικανός", αγαπούσε την όπερα, την πίτσα και την δύναμη του ιταλικού λαού. Για να τον τιμήσει, λίγα χρόνια μετά η FIP καθιέρωσε το "Βραβείο Van Zandt" που διδόταν στους προπονητές που ξεχώριζαν για τα επιτεύγματά τους στην καθοδήγηση, τόσο τεχνικά όσο και ηθικά, των παικτών τους. Ο "Προφήτης" Valerio Bianchini δήλωσε χρόνια αργότερα ότι ήταν ο "πρώτος αληθινός προπονητής που ήρθε ποτέ στην Ιταλία".
Μία από τις βασικές αρχές του Ιταλικού Φασισμού ήταν η αυτάρκεια, ότι μόνο τα ιταλικά προϊόντα ήταν αποδεκτά. Οι όποιες εισαγωγές σίγουρα δεν επρόκειτο να είναι αμερικανικές, πόσο μάλλον δε αφροαμερικανικές. Για να καταλάβουμε το κωμικοτραγικό της υπόθεσης, κατά τη διάρκεια του "Ventennio", όπως αποκαλούν οι Ιταλοί την εικοσαετία του καθεστώτος, οι δίσκοι του Louis Armstrong έγραφαν στο εξώφυλλο: "Ηχογραφημένα από τον Luigi Fortebraccio, Ιταλό συνθέτη". Συνεπώς φαντάζει αδιανόητο ότι λίγα χρόνια μετά θα ήταν ένας Αφροαμερικανός που θα δίδασκε τα βασικά του μπάσκετ στα νέα παιδιά της χώρας. Στην Ιταλία ο Van Zandt βρήκε αποδοχή, μία κοινωνία που δεν ενδιαφερόταν αν ήταν λευκός ή μαύρος, μία κοινωνία που αναγνώριζε το ποιόν του ως άνθρωπο, και ως έναν τζέντλεμαν, μία κοινωνία που του έδωσε το προσωνύμιο "Il Professore". Αλλά και η Ιταλία στο πρόσωπό του βρήκε έναν ηγέτη, του οποίου οι αρχηγικές ικανότητες δεν θα είχαν καμία σχέση με την απρόσεκτη και ατσούμπαλη ηγεσία του Μουσολίνι. Γιατί σε τελική ανάλυση, οι Ιταλοί και ο Elliott Van Zandt είχαν κάτι κοινό, είχαν μόλις βγει από μια πολύ δύσκολη κατάσταση, οι μεν από τον στενό κλοιό του φασισμού, ο δε από τον στενό κλοιό του φυλετικού διαχωρισμού. Ήταν οι κατάλληλες συνθήκες και για τους δύο να προχωρήσουν, να αλλάξουν κεφάλαιο στη ζωή τους. Και για το καλό το δικό τους, του αθλητισμού αλλά και για το μπασκετάκι μας, το έκαναν...