Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Χθές βράδυ χαζεύοντας κάτι άσχετο στο YouTube, έπεσα σε ένα δικό του βίντεο. Ένα απο αυτά που έχω ξαναδεί δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες φορές και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που αφορούσε κάποιον άλλο απλώς θα το προσπερνούσα. Όχι αυτόν όμως, το δάχτυλο πάει ασυναίσθητα στην οθόνη και η εικόνα αρχίζει να τρέχει, να θυμίζει, να διηγείται την ιστορία. Ακόμα και αν είναι λίγο θολή, η ταχύτητα αρκετά κλικ πιο πίσω, τα σορτσάκια κοντά και τα παπούτσια μόνο δέρμα, σόλα και κορδόνια.
Εκείνος όμως ξεχωρίζει, το βλέπεις στο βλέμμα του που σκανάρει τον αντίπαλο, τον ζυγίζει, παίζει με το μυαλό του, τον τρομοκρατεί. Γιατί ξέρει πως είναι ο καλύτερος, η αύρα της υπεροχής τον περιβάλλει σαν φωτοστέφανο. Δεν ρωτάει ΠΟΤΕ ποιος είναι απέναντι του, δεν τον ενδιαφέρει κιόλας, αν είναι ο εαυτός του μοιάζει σχεδόν αδύνατο να τον σταματήσουν.
Με το που πατάει το πόδι στο παρκέ η ματιά του ατσαλώνει, τους κοιτάζει στα μάτια "απο το ζέσταμα" για να καταλάβει αν είναι έτοιμοι. Ψάχνει αδυναμίες, την Κερκόπορτα που θα του επιτρέψει να εισβάλλει στην αντίπαλη άμυνα. Όταν ο αγώνας ξεκινάει, ο διακόπτης στον εγκέφαλο γυρίζει και τον μεταφέρει στον δικό του κόσμο, εκεί που υπάρχει μόνο αυτός, η μπάλα και το καλάθι. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, το μέρος, ο χρόνος, ο αμυντικός, οι διαιτητές, η εξέδρα.
Ένας άνθρωπος - το ξεχνάμε καμιά φορά πως ήταν φτιαγμένος απο σάρκα και οστά γιατί έμοιαζε εξωγήινος- που κόντρα στα στερεότυπα του αθλήματος δεν ήταν ένα δίμετρο θηρίο αλλά ένας απλός καθημερινός τύπος του 1και 83. Και όμως κάθε βράδυ έκανε πλάκα σε αυτούς που σχεδίαζαν πως θα τον σταματήσουν μέχρι να παραδοθούν και αυτοί, φτάνοντας στο σημείο "να κάνουν μόνο την προσευχή τους". Ήταν η έσχατη λύση που τους απέμενε βλέποντας τον να κάνει την προσποίηση για να πάει σχεδόν πάντα απο τη δεξιά πλευρά, να βγαίνει πάνω του η βοήθεια, δύο, τρεις ή τέσσερις άμοιροι αμυντικοί να κρέμονται πάνω του και να τον τραβάνε για να μην τον αφήσουν να πετύχει άλλους δύο πόντους.
Να μη γίνουν ακόμα ένα σκαλπ στη συλλογή του, να μπορούν να πουν πως εμείς δεν φάγαμε 40 αλλά μόνο 30. Γιατί αν έβαζε 30 μας κακοφαινόταν, θεωρούσαμε πως είχε κάνει ένα κακό παιχνίδι για τα δικά του δεδομένα. Ήμασταν τόσο κακομαθημένοι επειδή αυτός μας το είχε μεταδώσει, που ποτέ δεν σκεφτήκαμε πόσο δυνατός ψυχολογικά ήταν αυτός ο αθλητής για να μπορεί κάθε βράδυ να χορεύει στον ίδιο ρυθμό. Ξέρετε κάτι όμως; Πιστεύω πως του ίδιου δεν του πέρασε ποτέ απο το μυαλό. Για αυτόν ήταν η αιτία που γεννήθηκε, καθήκον και αποστολή που αναλαμβάνει να φέρει είς πέρας κάθε φορά. Και όταν το έκανε, έμπαινε στα αποδυτήρια για να βγάλει τον μανδύα του Σούπερμαν και απο θεός να γίνει ξανά θνητός.
Να ετοιμαστεί γιατί η μεγαλύτερη στιγμή ήταν "μέχρι το επόμενο παιχνίδι" και αυτός έπρεπε να είναι πάντα πρώτος. Για αυτό ανεβοκατέβαινε τα σκαλάκια του Αλεξάνδρειου, για αυτό έτρεχε ατελείωτα χιλιόμετρα στο Καυταντζόγλειο με πεντάκιλα βαράκια στα πόδια του, για αυτό σήκωνε τα κιλά σαν Ολυμπιονίκης αρσιβαρίστας. Επειδή η κορυφή θέλει θυσίες και όταν φτάσεις εκεί το δύσκολο είναι να παραμείνεις.
Ωραία όλα αυτά λοιπόν, οι πόντοι και οι τίτλοι, οι διακρίσεις και η παγκόσμια αναγνώριση. Αλλά αυτό που μένει όταν όλα κάποια στιγμή νομοτελειακά ξεχαστούν, είναι οι αναμνήσεις και ο δημιουργός τους. Αυτό είναι που μας πλήγωσε περισσότερο όταν έφυγε αθόρυβα απο την καθημερινότητα μας, πως δεν θα μπορούσαμε πια να φτιάξουμε καινούριες μαζί του. Έπρεπε να αναπολούμε το σπάσιμο της μέσης, το σουτ πάνω κάτω ή δίπλα απο απλωμένα χέρια, τη μπάλα που έφτανε μέχρι το πάνω μέρος του ταμπλό για να καταλήξει στο καλάθι σαν τηλεκατευθυνόμενο, την κάθε κίνηση που δεν έμοιαζε με την προηγούμενη.
Ήδη βλέπω μερικούς απο εσάς να αγανακτούν με αυτά που διαβάζουν, να σκέφτονται "έλα ρε φίλε με τα κολλήματα σου, το μπάσκετ προχώρησε δεν είμαστε 40 χρόνια πίσω". Δεν διαφωνώ, το άθλημα έχει αλλάξει σε ολα τα επίπεδα. Αλλά εμένα θα μου επιτρέψετε να μην κρίνω το παρελθόν με όρους σημερινούς αλλά και επειδή δεν θα σας κρύψω πως πολλές φορές ιδιαίτερα σε αγώνες της εθνικής ομάδας έπιασα τον εαυτό μου να μονολογεί "Ε, ρε και να ήταν μέσα τώρα".
Και ας μην πήρε ποτέ αυτό το ρημάδι το Πρωταθλητριών, ας έμεινε με άδεια τα χέρια και τις τέσσερις φορές που το διεκδίκησε. Και; Έκανε όλη τη μπασκετική Ευρώπη να υποκλιθεί μπροστά του, τον Ντράζεν που δεν έλεγε καλή κουβέντα για άνθρωπο να δηλώσει πως "θα ήθελα να του δίνω τη μπάλα για να τον βλέπει να σκοράρει", πήρε έναν ολόκληρο λαό στους τριχωτούς ώμους του και του χάρισε περηφάνεια. Κατάφερε και μπήκε στο Πάνθεον των αθανάτων, των θρύλων, των ηρώων, το όνομα του να μνημονεύεται σε κάθε αναφορά για τους μεγάλους, τους λίγους εκλεκτούς του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Να σας πω κάτι όμως; Θέλετε να μάθετε ειλικρινά τι μου λείπει; Μου λείπει να τον βλέπω να παίζει. Να παίρνει τη μπάλα στην κορυφή λίγο έξω απο το τρίποντο, να ξεκινάει να ντριπλάρει για να μπει προς τα μέσα, να προσποιείται με τη μέση για να στείλει τον αμυντικό απο την άλλη πλευρά, αυτός να πηγαίνει απο δεξιά και να πατάει γερά στα πόδια του, να σηκώνεται και να στέκεται στον αέρα και να στέκεται και να στέκεται, οι αντίπαλοι να είναι ήδη στο έδαφος και αυτός να είναι ακόμα στον αέρα και την ώρα που επιτέλους προσγειώνεται, η μπάλα να φεύγει απο το χέρι του και να καταλήγει στο καλάθι.
(Μου) Λείπεις Γκάνγκστερ...