Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Το 1999 στην Ελλάδα είχαμε τη δραχμή ως νομισματική μονάδα, καμιά δεκαριά ίσως και περισσότερες αθλητικές εφημερίδες, τον Ολυμπιακό να κυριαρχεί στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι και τον Παναθηναϊκό στο αντίστοιχο μπασκετικό.
Τα χρόνια της θύελλας,των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης έμοιαζαν πολύ μακρινά και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μεταγραφή ενός 19χρονου επαρχιώτη που δεν ήταν καν διεθνής με τις μικρές εθνικές, πέρασε στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων ή πολύ πιθανόν να μην αναφέρθηκε καν. Ίσως για αυτό οι διοικούντες του Ηρακλή σοκαρίστηκαν και γέλασαν ειρωνικά όταν άκουσαν τον πρόεδρο του Α.Σ. Καστοριάς Σωτήρη Βογιατζή να ζητάει 50 εκατομμύρια παλιές δραχμούλες για την παραχώρηση του ύψους 1.92 (τότε) πλέι μεικερ που φόραγε το νούμερο 7 όπως το παιδικό του ίνδαλμα, ο επίσης αριστέροχειρας Τόνι Κούκοτς.
Τελικά η μεταγραφή έκλεισε με ένα ποσό της τάξεως των 9 εκατομμυρίων σύν τη χορήγηση αθλητικού υλικού στην Καστοριά απο τον Ηρακλή. Πλάκα δεν έχει; Ένας απο τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα με αντάλλαγμα ένα μικρό ποσό σε σχέση με τον πακτωλό εκατομμυρίων που διακινούνταν εκείνα τα χρόνια στον ελληνικό αθλητισμό, μερικές μπάλες και φανέλες.
Ο πιτσιρικάς πήγε στη Θεσσαλονίκη, απο τη λίμνη της Καστοριάς βρέθηκε στη θάλασσα του Θερμαϊκού και έπρεπε να κολυμπήσει σε άγνωστα νερά. Αργεί να κάνει το ξεπέταγμα αλλά έχει ένα καλό. Μαθαίνει γρήγορα, ρουφάει σαν το σφουγγάρι, σκύβει το κεφάλι και δουλεύει, μέσα απο τις προπονήσεις μιας ομάδας της Α1 "σπουδάζει" το μπάσκετ. Τη δεύτερη χρονιά του στον "Γηραιό" είναι τέταρτος στην ιεραρχία των οργανωτών πίσω απο τον Καράσεφ, τον Σαντάντζελο και τον Χάρη Μαρκόπουλο. Η τραγική χρονιά του Ρώσου, η παρολίγο μοιραία ασθένεια του Χάρη και η φυγή του Σαντάντζελο, "αναγκάζουν" τους προπονητές να ρίξουν μια ματιά στην άκρη του πάγκου και να αναβαθμίσουν τον ρόλο αυτού του λιγομίλητου παιδιού με τα μακριά άκρα και το νούμερο 13 στην πλάτη.
Εν μία νυκτί ο Καστοριανός γκαρντ έγινε ο βασικός πλέι μεικερ του Ηρακλή και σαν έτοιμος απο καιρό, τα κατάφερε περίφημα. Τόσο που από εκεί που δεν είχε κληθεί ως έφηβος ούτε στη μικτή ΕΚΑΣΔΥΜ, να φτάσει να γίνει διεθνής στο Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας, να ηγηθεί της τρομερής πορείας των κυανόλευκων τη σεζόν 03-04 και να μπει στο στόχαστρο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού.
Οι πλειοδότες -για 50.000 ευρώ παραπάνω- και αυτοί που απέσπασαν την υπογραφή του, ήταν οι Πράσινοι και έτσι οι Γιαννακόπουλοι έκαναν για άλλη μια φορά το χατίρι στον Ομπράντοβιτς που είχε ζητήσει επιτακτικά την απόκτηση του, βλέποντας στο πρόσωπο του τον κατάλληλο άνθρωπο για να καλύψει το κενό του Ντέγιαν στην ηγεσία του Παναθηναϊκού. Ακόμα ήταν κλειστός σαν χαρακτήρας -και έτσι παρέμεινε- η Αθήνα και το χάος της τον φόβιζε περισσότερο απο τη Θεσσαλονίκη αλλά αυτός ήξερε τη συνταγή.
Δουλειά, δουλειά, δουλειά, το τρίπτυχο που απο καλό τον έκανε σπουδαίο, του χάρισε αυτοπεποίθηση και τον τσαμπουκά να παίρνει την ευθύνη για το τελευταίο σουτ, να ευστοχεί και να μένει στην ιστορία ως αιώνιος "Βάλτο αγόρι μου" του ελληνικού μπάσκετ και αυτός με την ίδια σεμνότητα να προσπαθεί να αποποιηθεί τον χαρακτηρισμό του σουτέρ που του έδωσε το σκάουτινγκ των Αμερικανών στη Σαϊτάμα διά στόματος Ρούντι Τομζάνοβιτς.
Και σουτέρ ήταν και αμυντικάρα ήταν και ηγέτης ήταν για αυτό ο Ζοτς τον εμπιστευόταν με κλειστά μάτια μέσα στο παρκέ, γιατί ήξερε πως με αυτόν παρόντα τίποτα δεν είχε κριθεί σε ένα παιχνίδι ακόμα και αν χρειαζόταν να σκοράρει 13 πόντους σε 75" ακόμα και αν έπρεπε να τρέξει όλο το γήπεδο για να κόψει πριν την τελευταία φάση που θα χάριζε την νίκη στον αντίπαλο. Ο Ζέλικο τον αγαπούσε πρώτα και πάνω απ'όλα σαν άνθρωπο και αυτό φάνηκε στην αγκαλιά της Βαρκελώνης, μία απο τις πιο εμβληματικές σκηνές του ευρωπαϊκού μπάσκετ που αποτυπώνει τη σχέση ζωής δύο ανθρώπων-σύμβολα για τον Παναθηναϊκό. Κούμπωσαν ιδανικά, ταίριαξαν απόλυτα και αποζημιώθηκαν με τρόπαια και μεγάλες νίκες. Όταν ο Ομπράντοβιτς έφυγε απο το ΟΑΚΑ, εκείνος παρέμεινε ακόμα και αν δεν ήταν πια στην πρώτη νιότη αλλά πλησίαζε σιγά σιγά προς το τέλος. Έμεινε εκεί, μπήκε ξανά μπροστά με την αύρα του αρχηγού, πήρε και άλλα πρωταθλήματα και σταμάτησε την ώρα που αυτός ήθελε, ακόμα και αν ο Βασίλης δεν του έκανε τη χάρη να αστοχήσει για να παίξει ακόμα έναν αγώνα, να μας αφήσει να τον απολαύσουμε για τελευταία φορά.
Οι τίτλοι που κατέκτησε, οι διακρίσεις και οι τιμές είναι πρόσφατη ιστορία και υπάρχουν σε πάμπολα αφιερώματα που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο. Το παλληκαράκι απο την Καστοριά, ο Δημήτρης που έγινε ο μυθικός 3D, o Διαμαντίδης που έγινε ο Μήτσος, το παντοτινό "διαμάντι" του ελληνικού μπάσκετ που είμαι σίγουρος πως ακόμα και σήμερα ο ίδιος δεν έχει συνειδητοποιήσει τη λαμπρότητα του.