1955: Γεννιέται ο James Edwards. Ένας ψηλός με σχεδόν 20 χρόνια καριέρα στο ΝΒΑ και τρία πρωταθλήματα. Σε ένα εκ των οποίων μάλιστα - με τους Pistons το 1990 - ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας.
Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Το τρένο έτρεχε πάνω στις σιδηροτροχιές με ταχύτητα τόση ώστε να επιτρέπει στον ηλικιωμένο κύριο με το κατάλευκο κοστούμι να κλείσει τα μάτια και να ξεκουραστεί. Του άρεσε πολύ να κάνει αυτά τα ταξίδια, να βλέπει απο κοντά τον κόσμο και τους ανθρώπους του που εν σοφία εποίησε. Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν αντιλήφθηκε πως κάποιος στεκόταν απο πάνω του. Άνοιξε τα βλέφαρα και το βλέμμα του αμέσως σκοτείνιασε μόλις αναγνώρισε τον νεαρό με τα μαύρα ρούχα που τον κοιτούσε χαμογελώντας ειρωνικά.
"Γειά σου αφεντικό. Επιτέλους σε βρίσκω" είπε και κάθισε απέναντι με το μικρό τραπέζι να βρίσκεται ανάμεσα τους. "Ποιος σου είπε να κάτσεις" τον ρώτησε με αγριεμένο ύφος ο συνήθως ήρεμος και γαλήνιος Θεός. "Ω, έλα τώρα. Μεταξύ μας; Απλά βαρέθηκα και είπα να σου κάνω λίγο παρέα" απάντησε σαρκαστικά ο Διάβολος.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Πήρε ένα και το άναψε, φυσώντας επιδεικτικά τον καπνό στο πρόσωπο του συνταξιδιώτη του. "Μα είμαι τόσο αγενής. Ξέχασα να ρωτήσω, μήπως θες ένα;" είπε και κάγχασε δυνατά χωρίς φόβο, χωρίς ίχνος σεβασμού. Ο Θεός τον αγνόησε και συνέχισε να κοιτάζει έξω απο το παράθυρο του τον ήλιο που έδυε, τα δέντρα και τα βουνά, τις λίμνες και τα ποτάμια.
"Βαρέθηκα" ακούστηκε να λέει κάποια στιγμή ο μαυροφορεμένος με τα μάτια που έμοιαζαν σαν να πετούν σπίθες. "Τι λες και εσύ, θες να παίξουμε μια παρτίδα για να περάσει η ώρα;". Ο Θεός τον κοίταξε και θέλοντας να απαλλαγεί οσο πιο γρήγορα απο την ενοχλητική παρουσία του απάντησε θετικά γνέφοντας με το κεφάλι του. "Μία παρτίδα μόνο και μετά θα φύγεις. Είμαστε σύμφωνοι;" είπε στον Διάβολο με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.
"Έχεις τον λόγο μου, μία μόνο. Είτε κερδίσω είτε χάσω, θα φύγω. Αν κερδίσω όμως αυτό που θα σου ζητήσω δεν θα μου το αρνηθείς". Ο Θεός με την βαθιά βεβαιότητα της παντοτινής νίκης του, συμφώνησε και απλώνοντας το χέρι του έκοψε την τράπουλα που με επιδεξιότητα είχε ανακατέψει ο αντίπαλος του. Το παιχνίδι ξεκίνησε και οι δύο τους έδειχναν να το απολαμβάνουν και σχεδόν είχαν ξεχάσει τις διαφορές τους. Ειδικά ο Θεός που έκανε τα στραβά μάτια σε κάποια ατοπήματα του Διαβόλου, σίγουρος πως αυτός θα ήταν ο νικητής. Για αυτό και την ώρα που το τρένο έκανε την προγραμματισμένη στάση του σε κάποιον σταθμό, παραξενεύτηκε όταν άκουσε την θριαμβευτική φωνή απέναντι του να του λέει, "Καρρέ του Άσσου αφεντικό. Κέρδισα".
Ο Θεός σοβάρεψε ξαφνικά και κοίταξε με προσοχή τα φύλλα που είχε απλώσει μπροστά του ο αντίπαλος του. Ξεφύσηξε και είπε "Εντάξει, έχασα και εγώ μια φορά. Άδειασε μου τώρα τη γωνιά". Ο Διάβολος τον κοίταξε περιπαιχτικά. " Δεν νομίζεις πως ξεχνάς κάτι; Νίκησα, άρα μου χρωστάς. Και σίγουρα δεν θες να χρωστάς και ειδικά σε εμένα, έτσι δεν είναι;". "Ωραία λοιπόν, πες μου τι θες και γρήγορα" απάντησε ο Θεός που δεν έβλεπε την ώρα να βρεθεί ξανά στην ησυχία του.
"Για να δούμε που βρισκόμαστε" είπε ο Διάβολος κοιτάζοντας έξω, προς την πινακίδα του σιδηροδρομικού σταθμού. "Α, τέλεια. Είμαστε στο κατάλληλο μέρος". Ο Θεός δεν καταλάβαινε και ρώτησε μη μπορώντας να κρύψει τον εκνευρισμό του. "Θα μου πεις επιτέλους; Και τι εννοείς το κατάλληλο μέρος; Που βρισκόμαστε;". "Μη νευριάζεις και θα σου πω αμέσως. Αυτή η μικρή πόλη λέγεται Σίμπενικ και σήμερα εδώ γεννήθηκε ένα παιδί. Το επώνυμο του είναι Πέτροβιτς και θα τον ονομάσουν Ντράζεν. Αυτό το παιδί θέλω, αυτό θα είναι τα κέρδη μου".
Ο Θεός τον κοίταξε, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη αυτά που μόλις είχε ακούσει. "Δεν καταλαβαίνω. Για ποιον λόγο θες αυτό το παιδί συγκεκριμένα;". Ο Διάβολος χαμογέλασε ειρωνικά και απάντησε με ήρεμη φωνή. "Γιατί θα τον προικίσω με ταλέντο τόσο μεγάλο που όσοι τον βλέπουν θα λένε πως είναι δικό μου παιδί, ο δικός μου γιός. Κάθε φορά που θα κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν έχουν ξαναδεί, το δικό μου όνομα θα είναι στα χείλη των ανθρώπων. Η δόξα θα είναι δική μου. Για αυτό τον θέλω".
"Είσαι τρελός; Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό" είπε με τρόμο ο Θεός. "Ώστε ο Μεγαλοδύναμος δεν κρατάει τον λόγο του; Αρνείσαι να μου αποδώσεις τα κερδισμένα μου; Δεν το περίμενα ποτέ αυτό". Ο Θεός σωριάστηκε στο κάθισμα και κοίταξε με βλέμμα που άστραφτε τον Διάβολο. "Μπορείς να τον πάρεις" ψιθύρισε αλλά σχεδόν ταυτόχρονα βροντοφώναξε, "Να θυμάσαι πως ο,τι και να γίνει, εγώ κερδίζω στο τέλος". "Όχι σήμερα αφεντικό" του αντιγύρισε ο Διάβολος και κατέβηκε απο το βαγόνι για να πάει να εισπράξει τα κέρδη του...
*****
"Που είναι αυτός; Γιατί κρύβεται; Τι φοβάται;". Οσο δεν έβρισκε αυτόν που αναζητούσε, τόσο μεγάλωνε ο θυμός του και ο πόνος του. Φώναζε, καταριόταν και μισούσε τον Θεό για αυτό που του έκανε.
Τότε τους είδε. Ξεχώρισε αμέσως την φιγούρα του Θεού αλλά αναγνώρισε και τον νεαρό που κρατούσε μία μπάλα στην αγκαλιά του. Βάδιζαν ήρεμα και έμοιαζαν σαν να συζητούν, ποιος ξέρει για τι.
Γρήγορα έφτασε μπροστά τους και τους σταμάτησε. "Γιατί το έκανες αυτό; Ήταν δικός μου και μόνο. Δεν είχες κανένα δικαίωμα. Τον κέρδισα, το ξέχασες;". Ο Θεός τον κοίταξε σαν να τον λυπόταν. "Δεν ξεχνάω ποτέ. Ναι όντως, με νίκησες εκείνη τη φορά ακόμα και αν με έκλεψες λίγο. Και πήρες τα κέρδη σου, έκανες το κομμάτι σου για αρκετό καιρό. Η συμφωνία μας εκπληρώθηκε στο ακέραιο. Αλλά μέσα στην αλαζονεία σου ξέχασες να ορίσεις τον χρόνο, αυτό το άφησες σε εμένα. Και εγώ έκρινα πως 29 χρόνια ήταν αρκετά. Δεν είναι πια δικός σου, τώρα μου ανήκει".
Ο Διάβολος προσπάθησε να μιλήσει αλλά η φωνή δεν έβγαινε απο το στόμα του, πνιγόταν απο τα δάκρυα του. Η παρτίδα που νόμιζε πως είχε κερδίσει, εκείνο το βράδυ που πίστευε πως έπιασε κορόιδο τον ίδιο τον Θεό, αποδείχθηκε ψέμα. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, γονάτισε και έκρυψε το πρόσωπο του ανάμεσα στα χέρια του. Ένιωσε ένα χέρι να τον αγγίζει και κάποιον να γέρνει προς το αυτί του. "Στο είχα πει πως εγώ κερδίζω στο τέλος" του ψιθύρισε ο Θεός.
Γύρισε προς τον Ντράζεν, πέρασε το χέρι του γύρω απο τους ώμους του λέγοντας του "πάμε". Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του ξέροντας πως δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
Καθώς ξεμάκραιναν οι δυο τους, το γοερό κλάμα του Διαβόλου έσπασε τη γαλήνια σιωπή. Του Διαβόλου που για πρώτη φορά στην απέραντη αιωνιότητα ένιωσε την ανάγκη να προσευχηθεί στον Θεό, να τον παρακαλέσει για να μην του πάρει τον γιο του...