Παρακαλώ περιμένετε...

ΣΑΣΑ ΝΤΑΝΙΛΟΒΙΤΣ: Ο ΠΑΙΚΤΗΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ ΝΑ ΜΙΣΟΥΜΕ

  • 01/03/2021

Του Αντρέα Τσεμπερλίδη

Η γέννηση ενός παιδιού φέρνει συνήθως απέραντη ευτυχία στην οικογένεια που το υποδέχεται. Καμιά φορά όμως μαζί με τη χαρά έρχεται και ένα θέμα πολύ πιο ουσιαστικό που έχει να κάνει με το όνομα του μωρού. Και αν οι γονείς έχουν αποφασίσει για το πως θα αποκαλούν το παιδί τους, τότε όλα καλά και ουδέν πρόβλημα υφίσταται.

 

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία και οι δύο πλευρές μάχονται πάνω από την κούνια; Τότε επέρχεται μία συμβιβαστική λύση και κάπως έτσι το αγόρι που γεννήθηκε πριν από περίπου μισό αιώνα στο Σαράγεβο, ο μεγαλύτερος αλήτης με ή χωρίς εισαγωγικά στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ο γιος του Μίλαν και της Βούκα Ντανίλοβιτς βαφτίστηκε Πρέντραγκ για το χατίρι του πατέρα του αλλά θα τον φώναζαν Σάσα ικανοποιώντας τα θέλω της μητέρας του.

 

Στη Γιουγκοσλαβία της εποχής όπου η ενασχόληση με τον αθλητισμό ήταν αυτονόητη, ο μικρός Σάσα μεγάλωσε με τις ιστορίες για τη Μπόσνα και τον "Πρίγκιπα" Μίρζα Ντελίμπασιτς. Ήταν 9 χρονών το 1979 που το καμάρι του Σαράγεβο ανέβηκε στην κορυφή της Ευρώπης και όταν ζήτησε από τον πατέρα του να εγγραφεί στα τμήματα υποδομής της Μπόσνα, εκείνος ήξερε πως ο γιος του δεν θα σταματούσε έως ότου καταφέρει αυτό που είχε βάλει ως στόχο στο παιδικό μυαλό του.

 

Ζωγράφιζε στις φανέλες του το νούμερο 12 του Ντελίμπασιτς, όταν αυτός έφυγε για τη Μαδρίτη ο μικρός πήγε στον προπονητή του τον Μλάντεν Όστοϊτς και του ζήτησε το νούμερο ενός άλλου αστέρα των Πλάβι σαν να γνώριζε το πεπρωμένο του, σαν να είχε καταλάβει πως δεν ήταν χορευτής σαν τον Μίρζα αλλά εκτελεστής σαν την "Κόμπρα του Τσάτσακ", πήρε το νούμερο 5 του Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς.

 

Και επειδή στη ζωή τα πάντα συνδέονται, ήταν ένα άλλο τέκνο του Τσάτσακ που επηρέασε την εξέλιξη του Ντανίλοβιτς το καλοκαίρι του 1985 στα βουνά του Ζλάτιμπορ. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς βρισκόταν εκεί παρακολουθώντας τα μαθήματα της σχολής προπονητών, την ίδια περίοδο που στις Δειναρικές Άλπεις μια μικτή ομάδα εφήβων από τη Βοσνία έκανε την προετοιμασία της. Ο Ζοτς, που παρακολουθούσε τις απογευματινές προπονήσεις των πιτσιρικάδων, ξεχώρισε γρήγορα το ψιλολιγνο παιδί που πυροβολούσε από παντού χωρίς φόβο, τον πλησίασε μετά το τέλος της προπόνησης και του χάρισε μια φανέλα της Παρτιζάν. Το βράδυ τηλεφώνησε στον Ντούσκο Βουγιόσεβιτς που είχε το πόστο του βοηθού των Crno Belli λέγοντας του " Άκου, μόλις είδα ένα παιδί από το Σαράγεβο που πρέπει οπωσδήποτε να τον πάρουμε. Τον λένε Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς και παίζει στη Μπόσνα".

 

Δεν χρειαζόταν να το πει δεύτερη φορά στον Βουγιόσεβιτς, ο Ντούσκο θα πάει στο Σαράγεβο και θα καταφέρει να πείσει τους γονείς του να τον ακολουθήσει στο Βελιγράδι αλλά κυρίως πείθει τον Σάσα που βλέπει έναν φίλο στο πρόσωπο του 26χρονου Βουγιόσεβιτς. Απέμενε τώρα και η συγκατάθεση της Μπόσνα, οι κανονισμοί της KSJ ήταν σαφείς για τις περιπτώσεις σαν του Ντανίλοβιτς. Ως ανήλικος ο Σάσα δεν δεσμευόταν με κάποιου είδους συμβόλαιο αλλά για τη μεταγραφή η ομάδα που τον ανέθρεψε μπασκετικά είχε τον πρώτο λόγο. Οι διοικούντες των Βόσνιων ξέροντας για τον θησαυρό που είχαν στο εφηβικό τμήμα, στήλωσαν τα πόδια και αρνήθηκαν οποιαδήποτε συνομιλία με την Παρτιζάν. Η κατάσταση ήταν περίεργη καθώς Ντελίμπασιτς και Κιτσάνοβιτς, στενοί φίλοι από την εποχή της εθνικής ομάδας κατείχαν τώρα τις θέσεις των αντιπροέδρων και όλο αυτό το σκηνικό τους έφερνε αντιμέτωπους.

 

Βλέποντας την αδιαλλαξία της Μπόσνα και έχοντας στο πλευρό του τον παίχτη, ο Βουγιόσεβιτς πήρε τον Ντανίλοβιτς στην πρωτεύουσα το καλοκαίρι του 86 ξέροντας πως έπρεπε να μείνει εκτός αγωνιστικών υποχρεώσεων για έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν η αρχή μιας σπουδαίας φιλίας μεταξύ των δύο που δεν επηρεάστηκε ακόμα και όταν ο Ντούσκο ανέλαβε το πηδάλιο της Παρτιζάν στη θέση του Βλάντισλαβ Λούτσιτς.

 

Η Μπόσνα κυνήγησε την περίπτωση Ντανίλοβιτς αλλά μέχρι να εκδοθεί η απόφαση για τα δικαιώματα του, ο νεαρός μπορούσε να συμμετέχει στις προπονήσεις της Παρτιζάν όπως και έκανε σε συνδυασμό με ατομικές υπό την επίβλεψη πάντα του Βουγιόσεβιτς. Τα σκληρά οικογενειακά δίπλα με αντιπάλους και συμπαίχτες φτασμένα ονόματα σαν τον Ομπράντοβιτς, τον Σάβοβιτς, τον Γκρμπόβιτς αλλά και νέα αστέρια σαν τον Ζάρκο, τον Ντίβατς και τον Τζόρτζεβιτς δυνάμωσαν κυρίως πνευματικά τον έφηβο Σάσα, αν του δινόταν η ευκαιρία ήταν έτοιμος να δείξει τι μπορεί να κάνει.

 

Τελικά η απόφαση βγήκε τον Μάϊο του 87 και ναι μεν κατοχύρωνε τον παίχτη στην Παρτιζάν αλλά ταυτόχρονα τιμωρήθηκε με ακόμα έναν χρόνο αναγκαστικής αποχής από τα γήπεδα. Για να μη "σκουριάσει" από την αγωνιστική απραξία, η λύση που βρέθηκε ήταν η μετακόμιση στην Αμερική και συγκεκριμένα στο Κούκβιλ του Τενεσί ώστε να περατώσει τις σπουδές του και ταυτόχρονα να παίξει μπάσκετ. Όντως ο Ντανίλοβιτς πήγε στις ΗΠΑ αλλά η νοσταλγία για την πατρίδα ήταν μεγάλη, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να γίνει αποδεκτός στη Μέκκα του μπάσκετ.

 

Γύρισε στη Γιουγκοσλαβία τον Φεβρουάριο του 88 κάνοντας υπομονή μέχρι να του επιτραπεί να πατήσει παρκέ φορώντας την ασπρόμαυρη φανέλα με το νούμερο 5 και όταν τελικά αυτό έγινε, έδειξε πως η υπομονή και η επιμονή δύο χρόνων άξιζαν τον κόπο και με το παραπάνω. Το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου ο 19 Μαΐων Σάσα ανέβαινε στο πρώτο σκαλί του βάθρου στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ ως μέλος της εθνικής ομάδας της Γιουγκοσλαβίας και πρόσθετε το βαρύτιμο τρόπαιο δίπλα σε αυτά του Κόρατς και του Κυπέλλου που είχε κατακτήσει με την Παρτιζάν λίγους μήνες πριν.

 

Επιστρέφοντας όμως στο Βελιγράδι ήρθε αντιμέτωπος με νέα δεδομένα, ο Ντίβατς και ο Πάσπαλι κυνηγούσαν το American dream, o Τζόρτζεβιτς ντυνόταν στα χακί και το χειρότερο όλων, ο Βουγιόσεβιτς έφυγε για την Ισπανία. Και για το κερασάκι στην τούρτα σε μία κακή χρονιά, ο Ντανίλοβιτς έσπασε το πόδι του μετά από έντεκα αγώνες με συνέπεια να χάσει ολόκληρη τη σεζόν και τη θέση του στο ρόστερ της εθνικής για το Μουντομπάσκετ του 1990. Δούλεψε σκληρά για να επανέλθει στα προ τραυματισμού επίπεδα και μαζί με τον Ντούσκο και τον Ζάρκο που δεν τα κατάφεραν σε Ισπανία και Αμερική και επέστρεψαν στη φιλόξενη ασπρόμαυρη αγκαλιά, έφτασαν μέχρι τους τελικούς στο τελευταίο πρωτάθλημα με τη Γιουγκοσλαβία ως μία ενιαία χώρα για να χάσουν τον τίτλο από τη Γιουγκοπλάστικα.

 

Με τις εμφανίσεις του ο Ίβκοβιτς δεν είχε λόγο να τον αφήσει εκτός Ευρωμπάσκετ, ο Σάσα αγκαλιάστηκε για τελευταία φορά με τα αδέρφια του στις 29 Ιουνίου στη Ρώμη. Πήγε στην Ιταλία ως Γιουγκοσλάβος, επέστρεψε στο Βελιγράδι ως Σέρβος με τη μοναδική πατρίδα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε, να περνάει καταματωμένη στα κιτάπια της ιστορίας. Όφειλε όμως να συνεχίσει να παίζει μπάσκετ, η ζωή και ο αθλητισμός δεν έπρεπε να σταματήσουν έστω και αν το πρωτάθλημα που ξεκίνησε ήταν λειψό χωρίς την παρουσία Σλοβένων και Κροατών.

 

Με νέο προπονητή τον 31 ετών Ζέλικο Ομπράντοβιτς και μέσο όρο ηλικίας τα 23 χρόνια, η Παρτιζάν και ο Ντανίλοβιτς ρίχτηκαν στη μάχη του Κυπέλλου Πρωταθλητριών περιπλανώμενοι σαν τους τσιγγάνους αφού η FIBA όρισε πως τα εντός έδρας παιχνίδια θα δίνονταν στο προάστιο της Μαδρίτης, τη Φουενλαμπράδα. Το Σάββατο έπαιζαν στο Βελιγράδι,τα Σκόπια και το Σαράγεβο και μεσοβδόμαδα στην Ισπανία με ο,τι αυτό συνεπάγεται για την αγωνιστική συνοχή μιας ομάδας. Παρόλες τις δυσκολίες οι Παρτιζάνοι πέρασαν από τον όμιλο, στα προημιτελικά καθάρισαν τους Ιταλούς της Μπολόνια με μειονέκτημα έδρας - σε μια κίνηση καλής θέλησης η FIBA επέτρεψε ο δεύτερος αγώνας να γίνει στην κατάμεστη Hala Pionir- και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη ως το απόλυτο αουτσάιντερ για το ευρωπαϊκό στέμμα.

 

Στην Πόλη, τα απομεινάρια των Πλάβι έπνιξαν στον Βόσπορο τους Ιταλούς της Μιλάνο και μετά πρόσθεσαν στη συλλογή τους με την τρίποντη βόμβα του Τζόρτζεβιτς και το σκαλπ των Ισπανών της Μπανταλόνα. Η συμμετοχή του ήρωα μας σε αυτό το Φάιναλ Φορ; 25 πόντους και 10 ριμπάουντ στον ημιτελικό, άλλους τόσους πόντους στον μεγάλο τελικό όταν κράτησε ζωντανή την Παρτιζάν στο πρώτο ημίχρονο.

 

Τα σύνορα της Σερβίας ήταν πια πολύ στενά για τον Ντανίλοβιτς, ήταν έτοιμος να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει σε άλλες πολιτείες. Το όνομα του ακούστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας με ενδιαφερόμενο τον ΠΑΟΚ όταν η Σερβία προετοιμαζόταν στη Θεσσαλονίκη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης προτού η FIBA της επιβάλλει αποκλεισμό και δεν ευοδώθηκε, στην Ελλάδα θα τον βλέπαμε μόνο ως αντίπαλο, δε μας γούσταρε ποτέ, λατρεύαμε να τον μισούμε. Πήγε πιο δυτικά, το μέλλον του βρισκόταν στην Ιταλία, η Βίρτους έψαχνε τον ηγέτη που θα την επανέφερε στον θρόνο του Spaghetti Sircuit μετά από μία στείρα δεκαετία. Και τον βρήκε στο πρόσωπο του 22χρονου Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, ρίχνοντας στα πόδια του 900.000 δολλάρια για να τον δελεάσει.

 

Ο Μεσίνα του έδωσε το ελεύθερο να παίζει όπως αυτός θέλει, έβλεπε πως ο τύπος με το μπλαζε υφάκι και το ζελέ στο μαλλί μέσα στο γήπεδο ήταν "δολοφόνος", δεν τον ένοιαζε να κάνει φιλίες ή να τον συμπαθήσει η κερκίδα, η νίκη ήταν το μόνο που τον απασχολούσε. Οι έδρες των αντιπάλων τον άφηναν αδιάφορο, το Πέζαρο και το Μιλάνο, το Τρεβίζο και η Ρώμη αλλά προπαντώς η κυανόλευκη πλευρά της Μπολόνια ήταν για αυτόν κάστρα που έπρεπε να πέσουν. Μόνο μία φορά λύγισε, μόνο μία ένιωσε την μυρωδιά του αίματος στον αέρα.

 

Τον Οκτώβριο του 92 η Βίρτους βρέθηκε στο Ζάγκρεμπ για τον αγώνα εναντίον της Τσιμπόνα. Ο Σάσα ήταν ο πρώτος Σέρβος που πατούσε κροατικό έδαφος εν μέσω του εμφυλίου σε μία ατμόσφαιρα που θύμιζε πόλεμο. Σε ένα γήπεδο που κόχλαζε, 8.000 Κροάτες έβριζαν για 40 λεπτά τον Ντανίλοβιτς, ήθελαν να τον κάνουν να νιώσει πόσο πολύ τον μισούσαν. Ακόμα και οι παίχτες της Τσιμπόνα με επικεφαλής τον Αράποβιτς και ο προπονητής τους ο Άτσα Πέτροβιτς ήταν εχθρικοί απέναντι του και κατάφεραν αυτό που ήθελαν, ο Σάσα σερνόταν στο παρκέ. Δεν ξέχασε, δεν συγχώρεσε, αποθήκευσε στο πίσω μέρος του μυαλού του αυτή τη συμπεριφορά και απλά περίμενε.

Τον Ιανουάριο του 93, στο παιχνίδι του δεύτερου γύρου ο Σέρβος απέδωσε τα χρωστούμενα, η Βίρτους διέλυσε την Τσιμπόνα με 40 πόντους διαφορά και ο βασικός υπεύθυνος ήταν ο κύριος με το νούμερο 5 που σημείωσε 26 πόντους, πανηγυρίζοντας έξαλλα κάθε καλάθι και εκτοξεύοντας μερικά "γαλλικά" όταν περνούσε μπροστά από τον κροατικό πάγκο. Ήταν η νύχτα της εκδίκησης αλλά ο Σάσα χρόνια αργότερα θα θυμόταν τη βραδιά του Ζάγκρεμπ ως αυτή που τον ατσάλωσε πνευματικά, που τον έκανε να μη φοβάται τίποτα και κανέναν μέσα στις τέσσερις γραμμές.

 

Με τον Σέρβο πρώτο βιολί στην επίθεση, η ασπρόμαυρη πλευρά της Μπολόνια πανηγύρισε το πρωτάθλημα που τόσο της έλειπε ήδη από την πρώτη χρονιά για να ακολουθήσουν άλλα δύο, χωρίς όμως να καταφέρει να φτάσει σε ένα Φάιναλ Φορ για να διεκδικήσει και το ευρωπαϊκό. Αυτό ήρθε για τον Ντανίλοβιτς στη "λατρεμένη" του Ελλάδα με τα χρώματα της εθνικής Σερβίας που είχε επανέλθει στο παγκόσμιο μπασκετικό γίγνεσθαι μετά τον τριετή αποκλεισμό. Οι εκδηλώσεις αγάπης μεταξύ εξέδρας και παίχτη εννοείται πως υπήρχαν, εμείς τον μπινελικώναμε και αυτός μας έδειχνε το μεσαίο δάχτυλο μετά από κάρφωμα στον ημιτελικό. Και αφού έκλεισε τα αυτιά του στον τελικό αλλά και τα στόματα με το κάρφωμα στον Σαμπόνις, σήκωσε παρέα με τα υπόλοιπα κ(ω)αλόπαιδα των Σέρβων το κύπελλο στον ουρανό του ΟΑΚΑ.

 

Είχε έρθει η ώρα για να κάνει ξανά το υπερατλαντικό ταξίδι, είχε ανοιχτούς λογαριασμούς στην Αμερική. Οι Γουόριορς που τον είχαν επιλέξει στο νούμερο 43 του ντράφτ το 1992, είχαν στείλει τα δικαιώματα του στο Μαϊάμι και έτσι ο Σάσα βρέθηκε στην κοσμοπολίτικη Φλόριντα για να πείσει τον Πατ Ράϊλι πως αξίζει μια θέση στο ρόστερ των Χιτ.

 

Σε ένα πρωτάθλημα που η δύναμη και η εκρηκτικότητα έπαιζαν σημαντικό ρόλο, ο Ευρωπαίος Ντανίλοβιτς έμοιαζε εύκολο θύμα για τους αθλητικούς Αμερικανούς, στην Ελλάδα αρκετοί πίστευαν και εύχονταν πώς "στο ΝΒΑ θα σε φάνε ζωντανό τα μαυρακια ρε τσογλαναρά". Αυτός διέψευσε τις προβλέψεις, έβαλε κιλά σε μυϊκό όγκο χωρίς όμως να χαλάσει το σουτ όπως δείχνουν και τα 7/7 τρίποντα εναντίον των Νικς αλλά και το γεγονός πως ο Ράϊλι τον εκμεταλλεύθηκε κατά κόρον σαν σουτέρ βγάζοντας τον αρκετές φορές ελεύθερο όταν τα ντάμπλ τιμ πήγαιναν πάνω στον Αλόνζο Μούρνινγκ. Δεν φοβήθηκε ακόμα και να πλακωθεί στο ξύλο με τον Κρις Μιλς, τι και αν ήταν στα σαλόνια του ΝΒΑ, στην καρδιά παρέμενε πάντα το αλητάκι από το Alipašino Polje.

 

Έβγαλε λεφτά στην Αμερική, σχεδόν 5 εκατομμύρια δολλάρια για δύο σκάρτα χρόνια που έμεινε εκεί αλλά δεν του άρεσε ο τρόπος ζωής, του έλειπε η Ιταλία και η Μπολόνια που θεωρούσε σπίτι του. Για αυτό και τα βροντηξε τον Φλεβάρη του 97 χαρίζοντας 4.000.000 στους Μάβερικς που έπαιζε βασικός και γύρισε στην Ευρώπη, ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη του.

 

Στα χρόνια της απουσίας του τα σκήπτρα είχαν αλλάξει χέρια, ο Κόμαζετς δεν μπόρεσε να σηκώσει το βαρύ φορτίο στους ώμους του, νέοι μνηστήρες είχαν ξεπεταχτεί από την κυανόλευκη μεριά της πόλης. Μαζί του γύρισε και ο Μεσίνα, οι δύο τους ανέλαβαν το έργο της ανάκαμψης. Στη Βαρκελώνη το 98, εκεί που έναν χρόνο πριν κατέκτησε το τέταρτο χρυσό σε Πανευρωπαϊκό με την εθνική, πήρε ξανά το Πρωταθλητριών απέναντι στην ΑΕΚ και τον Μάϊο της ίδιας χρονιάς στους τελικούς του ιταλικού πρωταθλήματος με τον αιώνιο αντίπαλο, τη Φορτιτούντο του Ντομινίκ, του Ρίβερς αλλά πάνω από όλους του Κάρλτον Μάϊερς πέτυχε μπροστά στον πρώην σούπερ σταρ του ΝΒΑ το νικητήριο τρίποντο παίρνοντας παράλληλα και το φάουλ. Ο "Τσάρος" είχε επιστρέψει στον θρόνο του, ο βασιλιάς Σάσα ήταν ξανά ανεβασμένος στο άλογο.

 

Δεν τον χαρήκαμε πολύ ακόμα, όσο και αν μας εκνεύριζε το στυλάκι του άλλο τόσο τον παραδεχόμασταν γιατί ήταν απλά παιχταράς. Ναι, ήταν εγωπαθής, εριστικός, αλαζόνας αλλά ήταν τόσο μεγάλος μπασκετμπολίστας που όταν βλέπαμε με καθαρό μυαλό αυτά που έκανε στο γήπεδο δεν μπορούσαμε παρά να σκεφτούμε ακόμα και φωναχτά πολλές φορές " τι έκανε πάλι ο γ@$&νος"

 

Και κάπου εκεί στα 30 του, αυτός ο Σέρβος αληταράς με το κρύο αίμα στις φλέβες του, έκρινε πως αρκετά μας έκανε την τιμή να παίζει μπάσκετ, μας έδειξε για μία τελευταία φορά τα γεννητικά του όργανα, μπήκε στην Πόρσε του και εξαφανίστηκε. Ο άνθρωπος που βαφτίστηκε Πρέντραγκ αλλά έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο ως Σάσα άφησε πίσω του ένα σύννεφο σκόνης με χιλιάδες αναμνήσεις να τον συνοδεύουν, εις το όνομα του πατρός...

 

Σαν Σήμερα

24/04/1963

1963: Ο Bob Cousy δίνει το τελευταίο του παιχνίδι με την φανέλα των Celtics, στην νίκη της ομάδας του επί των Lakers με 112-109, που έδωσε το 5ο συνεχόμενο πρωτάθλημα στους Κέλτες.  Ωστόσο αυτό δεν ήταν το τελευταιο του παιχνίδ γενικά καθώς αγωίστηκε για 7 παιχνίδια ως παίκτης προπονητής με την φανέλα των Cincinatti Royals την σεζόν 1969-70.