Παρακαλώ περιμένετε...

ΡΑΝΤΜΙΛΟ ΜΟΥΣΑΒΙΤΣ, Ο ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΣΚΟΡΕΡ

  • 08/12/2021

Του Αντρέα Τσεμπερλίδη

Ας κάνουμε ένα κουίζ. Η ερώτηση; Ποιος πιστεύετε πως είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του πάλαι ποτέ γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος. Υποθέτω πως στον νου σας έρχονται οι προφανείς απαντήσεις, ο Ντράζεν και ο Κόρατς, ο Νταλιπάγκιτς με τον Κιτσάνοβιτς και τον Ντελίμπασιτς, οι μεγαλύτεροι θα πουν τον Τζέρτζα και τον Πλέτσας, οι νεότεροι ίσως τον Ντανίλοβιτς και τον Κόμαζετς. Δεν σας αδικώ και εγώ αυτούς θα σκεφτόμουν αν δεν γνώριζα την ιστορία του Ραντμίλο Μίσοβιτς, του ανθρώπου που με 7.456 πόντους είναι και θα παραμείνει εσαεί, ο κάτοχος ενός ρεκόρ που δεν πρόκειται να καταρριφθεί ποτέ.

Διαβάζετε για πρώτη φορά το όνομα του Μίσοβιτς; Λογικό. Ο Ραντμίλο δεν έφυγε ποτέ από το Τσάτσακ, δεν κλήθηκε ποτέ σε μία μεγάλη διοργάνωση από τους εθνικούς εκλέκτορες, φόρεσε στην καριέρα του μόνο τη φανέλα με το νούμερο 11 της Μπόρακ. Ακόμα και όταν βρέθηκε κοντά σε μεταγραφή στην Παρτιζάν, άντεξε μόνο δύο μήνες μακριά από το Τσάτσακ και τον ποταμό Μοράβα όπου επιδιδόταν στο αγαπημένο του ψάρεμα, η δική του Ιθάκη βρισκόταν στη γενέτειρα του, στο παρκέ του Μπόρσεβο και αυτό το πλήρωσε με τον χαρακτηρισμό "μεγάλος παίχτης για μικρή ομάδα".

Ο "Πρίγκιπας του Μοράβα" όπως τον βάφτισαν οι φίλαθλοι της Μπόρακ, γεννήθηκε στο Τσάτσακ στις 14 Μαρτίου του 1943, το τρίτο παιδί του Γιόβαν και της Μίλιτσα, στο ίδιο σπίτι που είχε γεννηθεί ο πατέρας του λίγα μόλις τετράγωνα μακριά από τον ορθόδοξο μητροπολιτικό ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος που σύμφωνα με την παράδοση οικοδόμησε τον 12ο αιώνα ο ίδιος ο Στέφανος Νεμάνια.

Η οικογένεια του Ραντμίλο είχε τον αθλητισμό στο αίμα της, ο πατέρας του έπαιζε ποδόσφαιρο ενώ και τα τέσσερα αδέρφια του, αγόρια και κορίτσια ασχολήθηκαν με το μπάσκετ. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ήταν δύσκολο για τον ίδιο να διοχετεύσει την ενεργητικότητα ενός εφήβου ασχολούμενος αρχικά με τη γυμναστική, το μπάσκετ αλλά και το χάντμπολ.
Ήταν 10 χρονών όταν μια μέρα στο γήπεδο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του, είδε μια παρέα μεγαλύτερων παιδιών να σουτάρουν στη μπασκέτα. Μόλις έφυγαν προσπάθησε να κάνει το ίδιο, η πρώτη του προσπάθεια στέφτηκε με πλήρη αποτυχία. Δεν απογοητεύτηκε, κάθε απόγευμα βρισκόταν στο τσιμέντο και προσπαθούσε να κάνει όσα έβλεπε από τα αστέρια της Μπόρα εκείνη την εποχή, τον Μπόλε Ντένιτς, τον Άτσο Στεφάνοβιτς και τον Σρέτσκο Ιγκοντίνοβιτς.

Το 1958 ως μέλος της παιδικής ομάδας, βρισκόταν στο γήπεδο και με τον ασβέστη έφτιαχνε τις γραμμές, ήταν ό,τι πιο κοντινό σε επαφή με την αντρική. Όταν τελείωσε, ο προπονητής Κέμπο Σμίλιανιτς τον ενημέρωσε πως την επόμενη μέρα θα έπαιζε στο τοπικό ντέρμπι με αντίπαλο τη Ζελέζνιτσαρ. Κατενθουσιασμένος από τα νέα πήγε για κολύμπι στον Μοράβα, κάνοντας μια βουτιά χτύπησε το κεφάλι του αλλά στο γήπεδο εμφανίστηκε κανονικά με έναν επίδεσμο να καλύπτει το τραύμα του, δεν θα έχανε με τίποτα το ντεμπούτο του. Και όχι μόνο αυτό αλλά σκόραρε και τους πρώτους δύο πόντους της καριέρας του με ένα σουτ που ήταν και το νικητήριο. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι, έξι μήνες αργότερα σε ένα τουρνουά στο Τίτοβο Ούζιτσε που συμμετείχαν ο Ερυθρός Αστέρας, η Ραντνίσκι και η Ζελέζνιτσαρ με τη Μπόρακ και αφού πήρε ειδική άδεια για να αγωνιστεί εναντίον ομάδων της πρώτης κατηγορίας επειδή ήταν ανήλικος, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ χωρίς καλά καλά να έχει κλείσει τα 16 του χρόνια.

Υπήρχε όμως και το χάντμπολ, ταυτόχρονα με το μπάσκετ έπαιζε στη Ρέμοντ και μάλιστα ήταν τόσο καλός που θεωρούταν ο καλύτερος παίχτης της ηλικίας του στο Τσάτσακ. Το 1961 η Ρέμοντ ως πρωταθλήτρια της Δυτικής ζώνης διεκδίκησε σε αγώνα μπαράζ την άνοδο στην πρώτη κατηγορία του πρωταθλήματος αλλά δεν τα κατάφερε. Στον αγώνα που έγινε στο Τσάτσακ με αντίπαλο μια ομάδα από το Βελιγράδι, ηττήθηκε με 26-20, ο Ραντμίλο αν και χαμένος ήταν ο κορυφαίος παίχτης του γηπέδου.
Το φθινόπωρο του 61 η Μλάντοστ, ομάδα της πρώτης κατηγορίας χάντμπολ τον έφερε στο Βελιγράδι και ο Μίσοβιτς ξεκίνησε προπονήσεις, η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για αυτόν, το μπάσκετ τον περίμενε.

Γύρισε στο Τσάτσακ και τέθηκε στη διάθεση του Στεφάνοβιτς, έγινε το πιο επικίνδυνο βέλος στο φαρέτρα του προπονητή του στην προσπάθεια ανόδου στα μεγάλα σαλόνια του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ. Ήταν τόσο καλός που το 1962 κλήθηκε στη Β εθνική Γιουγκοσλαβίας, ο μόνος παίχτης από μικρότερη κατηγορία και μόλις 19 χρονών. Πια αναγνωριζόταν ως ο de facto ηγέτης της ομάδας του και η μεγαλύτερη ελπίδα για να βρεθεί η Μπόρακ στην ελίτ. Αυτή η προσπάθεια παρολίγο να διακοπεί το 1964 όταν η Παρτιζάν τον κάλεσε στο Βελιγράδι για δοκιμές αλλά ενώ άφησε άριστες εντυπώσεις στις προπονήσεις, η νοσταλγία για το Τσάτσακ τον οδήγησε στην άρνηση υπογραφής συμβολαίου με τους Crno Beli. Ο ίδιος χρόνια αργότερα σε ερώτηση για το αν μετάνιωσε ποτέ θα απαντήσει αρνητικά, λέγοντας πως "Στην Παρτιζάν ήθελαν το σουτ μου, όχι εμένα σαν άνθρωπο. Ήμουν 21 χρονών, μου έλειπε το σπίτι μου. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο του δωματίου μου στο Βελιγράδι, πρώτα αριστερά μετά δεξιά, δεν έβλεπα τίποτα γνωστό. Εδώ βλέπω τον Μοράβα, για αυτό γύρισα στο Τσάτσακ".

Τελικά η άνοδος επιτεύχθηκε το 1965 και για τα επόμενα έντεκα χρόνια με ηγέτη τον Μίσοβιτς που σκόραρε με καταιγιστικούς ρυθμούς, η Μπόρακ καθιερώθηκε στην πρώτη κατηγορία, όλες οι μεγάλες ομάδες έχασαν στο Μπόρσεβο, αυτός ο γκαρντ του μόλις 1.83 ήταν πραγματικά ασταμάτητος όπως δείχνουν και οι πέντε τίτλοι πρώτου σκόρερ και οι μονομαχίες του με τα μεγάλα κανόνια, τον Νταλιπάγκιτς, τον Σόλμαν και τον Κιτσάνοβιτς που τον είχε ως πρότυπο την εποχή που και οι δύο έπαιζαν στη Μπόρακ.

Και κάπου εδώ μπαίνει το ερώτημα γιατί αυτός ο σπουδαίος σκόρερ δεν βρισκόταν στις μόνιμες κλήσεις της εθνικής ομάδας και η παρουσία του στους Πλάβι περιορίστηκε σε τέσσερις συμμετοχές στους Βαλκανικούς του 1966. Το 1970 ο Ζεράβιτσα τον κάλεσε στην προετοιμασία εν όψει του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος στη Λιουμπλιάνα, όλοι πίστευαν πως ο Ραντμίλο θα κατάφερνε να βρεθεί στο τελικό ρόστερ και επιτέλους θα έδειχνε τις δυνατότητες του στο υψηλότερο επίπεδο. Το κόψιμο του αποτέλεσε έκπληξη αλλά ο Ζεράβιτσα το δικαιολόγησε και ίσως εκεί να κρύβεται η απάντηση. Είπε λοιπόν ο Ράνκο πως " ο Μίλο είναι τρομερός σκόρερ, ίσως ο καλύτερος στη Γιουγκοσλαβία. Όμως έχει μάθει σε ένα διαφορετικό στυλ παιχνιδιού, στην εθνική δεν γίνεται να σουτάρει 15 φορές και αυτό θα ήταν άδικο για εκείνον αλλά και τους συμπαίχτες του".

Ίσως να ήταν έτσι, η καριέρα του Μίσοβιτς έδειξε πως χρειαζόταν τη μπάλα στα χέρια του για να σκοράρει αφειδώς αλλά από την άλλη μεριά πείτε μου έναν μεγάλο σκόρερ που έπαιρνε λίγες προσπάθειες κατά τη διάρκεια του αγώνα; Πιστεύω πως μία ευκαιρία τη δικαιούταν ο Ραντμίλο αλλά δεν του δόθηκε ποτέ. Όταν έκλεισε την καριέρα του το 1978 στη λατρεμένη Μπόρακ, αυτό το παράπονο ήταν το μοναδικό στίγμα όμως η αγάπη που του δείχνουν ακόμα και σήμερα οι συμπατριώτες του και ο σεβασμός από προσωπικότητες σαν τον Ομπράντοβιτς και τον Κιτσάνοβιτς, γλυκαίνουν την πικρία για τον "Πρίγκιπα του Μοράβα", τον Ραντμίλο Μίσοβιτς...

Σαν Σήμερα

03/12/1987

1987: Σε ένα από τα πλέον ιστορικά παιχνίδια για το Ελληνικό μπάσκετ (εκείνη την εποχή), ο Άρης κερδίζει την Μπαρτσελόνα μέσα στο Παλάου Μπλαουγκράνα με 88-89, με τον Νίκο Γκάλη να κάνει μαγικά και να πετυχαίνει 45!!! πόντους.