Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
O φίλος μας ο Λευτεράκης, ο Σλόμπονταν με καταγωγή απο τη Νίκαια, ο Σούμποτιτς που γεννήθηκε στο Μαυροβούνιο αλλά ανδρώθηκε στη Σλοβενία, ο "Πιξι" που έζησε με τη φανέλα του Άρη στιγμές δόξας και μεγαλείου.
Μέχρι τα 14 του ο γεννημένος στο Χέρτσεγκ Νόβι, Σλόμπο έπαιζε ποδόσφαιρο και η επαφή του με το μπάσκετ ήταν εντελώς επιδερμική . Όταν όμως ξεκίνησε να ψηλώνει, ο προπονητής της τοπικής ομάδας, ο Ράτο Όγκουρλιτς τον προέτρεψε να ασχοληθεί με το άθλημα που η Γιουγκοσλαβία είχε μόλις ανακηρυχθεί Παγκόσμια Πρωταθλήτρια. Το καλοκαίρι του 1970 ο Σούμποτιτς έπιασε στα χέρια του την πορτοκαλί μπάλα υπό την επίβλεψη του Όγκουρλιτς, ξεκινώντας τη διαδρομή που του χάρισε μια μεγάλη καριέρα, ακόμα και αν τα πρώτα δείγματα κάθε άλλο παρά θετικά ήταν.
"Ο κόσμος γελούσε, δεν έβλεπαν τίποτα σε εμένα. Εγώ όμως πείσμωνα τους έλεγα πως μια μέρα θα με βλέπουν στην τηλεόραση" έχει εξομολογηθεί ο Λευτέρης, όπως ακριβώς έβλεπε και αυτός τα μεγάλα ονόματα των Πλάβι κάθε Σάββατο στις 5 στις ζωντανές μεταδόσεις του πρωταθλήματος. Η πρόοδος του ήταν αλματώδης και φτάνοντας στην ηλικία των 19 είχε μπει στο στόχαστρο ομάδων της πρώτης κατηγορίας. Οι δύο επικρατέστερες ήταν ο Ερυθρός Αστέρας και η Ολύμπια Λιουμπλίανα και ο λόγος που ο Σούμποτιτς επέλεξε να φορέσει τη φανέλα των Σλοβένων ήταν ελαφρώς εξωαγωνιστικός. Ο πατέρας του που ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος και λόγω του επαγγέλματος του ταξίδευε σε ολόκληρη τη γιουγκοσλαβική επικράτεια, θεωρούσε τη Σλοβενία ως το ιδανικό μέρος για να μπορέσει ο γιος του να ανθίσει και να δείξει το ταλέντο του.
Σε συνδυασμό με την προσέγγιση του τότε προπονητή της Ολύμπια, του γνωστού μας Λάζαρο Λέσιτς, ο "Πίξι" (παρατσούκλι που του έδωσε ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς λέγοντας του πως μοιάζει με τον ήρωα ποντικό δημοφιλούς καρτούν) μετακόμισε στη σλοβενική πρωτεύουσα, αν και έπρεπε να περιμένει υπομονετικά για έναν χρόνο το ντεμπούτο του. Η ΚSJ τον τιμώρησε όταν ο Ερυθρός Αστέρας εμφάνισε συμβόλαιο με την υπογραφή του και έτσι φτάσαμε στο 1976 για να μπορέσει να πατήσει το παρκέ της Χάλα Τίβολι δίπλα στον Βίνκο Γέλοβατς και τον θρυλικό Κρέζο που είχε μεταγραφεί στην Ολύμπια έχοντας διπλό ρόλο ως παίχτης-προπονητής.
Ο Τσόσιτς τον πήρε υπό την προστασία του, δείχνοντας του εμπιστοσύνη και καθιερώνοντας τον στη βασική πεντάδα θέλοντας να εκμεταλλευτεί το ατού του Λευτέρη και αυτό που θα του έδινε ψωμί τα επόμενα χρόνια, που δεν ήταν άλλο απο το εξαιρετικό μακρινό σουτ.
Ακόμα και σήμερα ο "Πίξι" μιλάει με απεριόριστο σεβασμό για τον Κρέζιμιρ, θεωρώντας τον, τον κορυφαίο Ευρωπαίο μπασκετμπολίστα και έναν υπέροχο άνθρωπο. Όπως με θαυμασμό και ιδιαίτερη συγκίνηση μιλάει για τον προπονητή που τον έχρισε διεθνή και δεν ήταν άλλος απο τον "Προφέσορα" Άτσα Νίκολιτς. Το 1978 ο 22χρονος Σλόμπο κλήθηκε στην προετοιμασία της εθνικής ομάδας για το Μουντομπάσκετ των Φιλιππίνων αλλά την τελευταία στιγμή κόπηκε απο την αποστολή, χάνοντας την μεγάλη ευκαιρία να προσθέσει το χρυσό μετάλλιο του πρωταθλητή Κόσμου δίπλα σε αυτό των Βαλκανικών Αγώνων. Τη θέση του πήρε ο Ντούλε Κρστούλοβιτς, γεγονός που Λευτέρης θεώρησε αδικία παρότι ο Νίκολιτς του εξήγησε πως δεν ήταν εξ ολοκλήρου δική του η απόφαση και εδώ που τα λέμε, αν κρίνουμε απο το περιστατικό του αγώνα με την Ιταλία είχε κάθε λόγο να νιώθει ενοχλημένος. Την ώρα που ο Κρστούλοβιτς έμπαινε στο γήπεδο ως αλλαγή, ο Σλόμπονταν που παρακολουθούσε το ματς απο την τηλεόραση, είδε έκπληκτος να γράφει το όνομα Σούμποτιτς δίπλα στο νούμερο 7 που είχε στη φανέλα του ο φόργουορντ της Γιουγκοπλάστικα.
Ο "Πίξι" δεν κλήθηκε ξανά στην εθνική ομάδα και αφοσιώθηκε στις υποχρεώσεις της Ολύμπια που ήταν μία απο τις καλές ομάδες του πρωταθλήματος χωρίς οικονομικά προβλήματα και ίσως αυτή ήταν και μία απο τις αιτίες που δεν πήγε στην Ιταλία και τη Μπενετόν Τρεβίζο το 1983.
Φτάνουμε έτσι στο 1986, όταν ξανά με εισήγηση του Λέσιτς ο δρόμος του Σούμποτιτς διασταυρώνεται με αυτόν του Άρη που αναζητούσε έναν αξιόπιστο σουτέρ. Η ΕΟΚ αποδέχθηκε την εκδοχή της ελληνικής καταγωγής της μητέρας του Σλόμπονταν και επέτρεψε την συμμετοχή του στο πρωτάθλημα ως Έλληνας αλλά η FIBA δεν ήταν τόσο διαλλακτική και με το ακλόνητο επιχείρημα των 33 διεθνών εμφανίσεων του "Πίξι" με τη Γιουγκοσλαβία, διεμήνυσε πως στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις θα αγωνιζόταν ως ξένος.
Ο Λευτέρης πήρε την κίτρινη φανέλα με το νούμερο 7 σπίτι του και ο Άρης βρήκε το βασικό του τριάρι που θα άνοιγε τις αντίπαλες άμυνες, προσθέτοντας άλλη μια επιθετική απειλή στο μπλοκάκι του Ξανθού. Ο "Πίξι" είχε έναν συγκεκριμένο ρόλο στα συστήματα του Ιωαννίδη και τον υπηρέτησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εκμεταλλευόμενος την ευχέρεια του Γιαννάκη και ειδικά του Γκάλη να τον βγάζουν στην κατάλληλη θέση για να εξαπολύει φαρμακερά τρίποντα. Χαρακτηριστική είναι η ατάκα του Γκάνγκστερ " Εσύ πήγαινε στήσου στο οικόπεδο ( η γωνία μεταξύ τριπόντου και τελικής γραμμής) και τα υπόλοιπα είναι δική μου δουλειά".
Ο Mr 7 του Άρη ντύθηκε αρκετές φορές το κοστούμι του εκτελεστή και όλοι θυμόμαστε τα εφτά τρίποντα σε ένα ημίχρονο σε ντέρμπι έναντιον του ΠΑΟΚ ή τις ισάριθμες βόμβες με 37 πόντους απέναντι στην Τρέϊσερ. Δεν ήταν όμως όλα ιδανικά στην θητεία του Σλόμπονταν στον Άρη. Ο μονοδιάστατος τρόπος παιχνιδιού του και η μικρή προσφορά του σε άλλους τομείς όπως η άμυνα και τα ριμπάουντ, αρκετές φορές έγιναν στόχος απο τους αντίπαλους προπονητές. Ακόμα και το δυνατό του σημείο, το σουτ βρέθηκε στη μήνι του Ιωαννίδη μετά τον ημιτελικό της Γάνδης όταν ο σκασμένος απο την ήττα Ξανθός επιτέθηκε λεκτικά στον παίχτη του λέγοντας του "Εγώ ρε π@#η μου δεν μπορώ να σου ρυθμίσω το χέρι" αν και ο Λευτέρης ήταν ο δεύτερος σκόρερ πίσω απο τον Γκάλη με 23 πόντους αλλά με 3/10 τρίποντα και 9/21 συνολικά στα εντός πεδιάς.
Ο "Πίξι" συνέχισε να σουτάρει με την εξαιρετική τεχνική του που έδινε μεγάλη καμπύλη στην μπάλα προτού αυτή βρεθεί στο καλάθι, έπαιξε σε άλλο ένα Φάιναλ Φορ, πήρε πρωταθλήματα και κύπελλα μέχρι την ώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και για αυτόν να βγάλει τη φανέλα με το νούμερο 7 το 1993 σε ένα φιλικό με τον Ηρακλή, για να την παραδώσει στον θεωρούμενο τότε ως διάδοχο του, Ιγκόρ Μοραΐτοφ.
Ο Σλόμπονταν που έγινε Λευτέρης, ο δικός μας άνθρωπος και το φαρμακερό του σουτ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της χρυσής εποχής του Άρη και του ελληνικού μπάσκετ και όλοι θυμόμαστε τον "Πίξι" να εκτελεί με τα βελούδινα ακροδάκτυλα έξω απο τα 6.25 και συνήθως απο το "οικόπεδο...