Τι είναι αυτό που ορίζει το μεγαλείο; Οι τίτλοι και τα ρεκόρ θα πει κάποιος. Η επιδραστικότητα θα απαντήσει ο δεύτερος, η κληρονομιά θα αποκριθεί ένας άλλος.
Σίγουρα όλα αυτά παίζουν τον δικό τους ρόλο στην αναρρίχηση προς την απάτητη κορυφή. Υπάρχει όμως κάτι άλλο, μεγαλύτερο απ' όλα που δεν μετριέται με αριθμούς αλλά με χτύπους της καρδιάς, με βαθιά συναισθήματα και αυτό το κάτι λέγεται αναμνήσεις.
Ο Νίκος Γκάλης ήταν σημείο αναφοράς για την Ελλάδα γιατί έκανε έναν ολόκληρο λαό να ονειρεύεται, τα παιδιά του να κάνουν όνειρα με ανοιχτά τα μάτια. Όσο νιώθαμε την παρουσία του, πιστεύαμε πως μπορούσαμε να καταφέρουμε τα πάντα, αυτός μας το δίδαξε, αυτός το έδειχνε κάθε βράδυ.
Ο Νίκος ήταν δικός μας ακόμα και αν τον βλέπαμε απόμακρο, ψυχρό και απόλυτο επαγγελματία, εμείς νιώθαμε πως ανήκε σε όλους μας και στον καθένα ξεχωριστά. Ήταν σημείο αναφοράς, τα χρόνια χωρίστηκαν στην προ και μετά Γκάλη εποχή.
Όποιος εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε ηλικία που μπορούσε να κατανοήσει, καταλαβαίνει για τι ακριβώς μιλάω. Για την Ελλάδα, ο Γκάνγκστερ ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένας μπασκετμπολίστας, ακόμα και αν αυτός ήταν ο καλύτερος της Ευρώπης κάποια στιγμή.
Ο κόσμος τον έπαιρνε μαζί του στην καθημερινότητα του, τα παιδιά και οι μεγάλοι ήθελαν να του μοιάσουν, αυτές οι δύο ώρες στο γήπεδο ή στην τηλεόραση ήταν μυσταγωγία μεταξύ "Θεού" και πιστών. Η παρουσία του αύξανε τις προσδοκίες, ανέβαζε τον πήχη, έδινε δικαίωμα στο όνειρο όσο άπιαστο και αν φαινόταν αυτό.
Ο Γκάλης μείωνε το κενό μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας με κάθε του ενέργεια, το απίθανο φαινόταν πιθανό. Και κάθε φορά κατάφερνε να μας δημιουργήσει καινούριες αναμνήσεις, καινούρια καρδιοχτύπια. Γιατί άραγε συνέβαινε αυτό; Ίσως επειδή ήμασταν αθεράπευτα ερωτευμένοι μαζί του, ίσως επειδή έπαιξε με τη θύμηση, χάραξε ανεξίτηλα τη μνήμη.
Έννοιες και καταστάσεις που δεν μπαίνουν σε ζυγαριά, δεν μπορούν να μετρηθούν με τα ψυχρά λογιστικά μέτρα, η αγάπη δεν έχει όρια.
Δεν χρειάζονται και αναλύσεις, η λογική δεν βλέπει πέρα από αυτά που πιστεύει πως είναι σωστά. Με βάση τη λογική το μαγικό καλάθι του 87 δεν πρέπει να μπει ποτέ. Ο Γκάλης όμως ήξερε πριν κάν η μπάλα έρθει στα χέρια του πως θα το βάλει.
Πείστηκε πως μπορεί από το πρώτο άγγιγμα, το χάϊδεμα. Του αρκούσε αυτή η αίσθηση, η βεβαιότητα που πηγάζει από μέσα μας.
Ίσως είναι ο τρόπος που πατάει γερά και σηκώνεται,το υπέρτατο σημείο που τα δάχτυλα στέλνουν τη μπάλα στον σωστό προορισμό. Ένα έργο τέχνης που θέλει μελέτη και χρόνο για να αντιληφθούμε το μέγεθος του. Από εκείνο το καλάθι και έπειτα κάθε καλάθι του Νίκου ήταν πιο όμορφο από τα υπόλοιπα ακόμα και αν δεν έμοιαζαν με αυτό, ήταν οι πινελιές μιας ιδιοφυΐας σε έναν νοητό καμβά.
Ο δρόμος ο δικός μας και του Γκάλη κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν, ενώθηκαν, ερωτεύθηκαν και αγαπήθηκαν. Και ήρθε η ώρα που χώρισαν ξανά, μικρή σημασία έχει όμως αυτό. Σημασία έχει που το ζήσαμε, που οι αναμνήσεις μπήκαν στην καρδιά και φυλάσσονται εκεί για πάντα.
Αυτό έζησε η Ελλάδα με τον Γκάλη, αυτό έζησε ο Γκάνγκστερ με έναν ολόκληρο λαό...