1960: Γεννιέται ο συμπαθής Καναδός ψηλός Γκρεγκ Ουίλτζερ, ο οποίος φόρεσε την φανέλα του Άρη για μία διετία στα 80ς.
Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Σε αυτή τη σελίδα θέλουμε να θυμόμαστε και να θυμίζουμε -τουλάχιστον το προσπαθούμε- την ιστορία του μπάσκετ στη χώρα μας. Τους ανθρώπους που σε συνθήκες κάθε άλλο παρά επαγγελματικές και εδώ που τα λέμε ούτε καν ερασιτεχνικές, έσκυψαν πάνω απο το άθλημα, το αγκάλιασαν με στοργή επειδή πίστευαν πως ταιριάζει στη νοοτροπία του Έλληνα.
Ένας απο αυτούς τους ακούραστους εργάτες ήταν και ο θρυλικός Αλέκος Σπανουδάκης που γεννήθηκε το 1928 στα Χανιά, επέζησε απο την πείνα και τις κακουχίες της Γερμανικής Κατοχής στην Κρήτη αλλά και τα ναζιστικά πολυβόλα που θέρισαν τους συγχωριανούς του στη γέφυρα του Κερίτη και 15 χρονών παιδί ήρθε με την οικογένεια του στον Πειραιά για ένα καλύτερο μέλλον. Ένα μέλλον γεμάτο απο ερυθρόλευκο αλλά και γαλανόλευκο χρώμα, όπως οι σημαίες της Ελλάδας και του Ολυμπιακού που υπηρέτησε μέχρι τα στερνά του γεράματα ο κυρ Αλέκος. Μέχρι τον θάνατο του τον Μάρτιο του 2019, ο Σπανουδάκης συμπλήρωσε επτά δεκαετίες στις ερυθρόλευκες επάλξεις με σαράντα εννέα χρόνια ενεργός ως παίχτης και προπονητής.
Ήταν 17 χρονών όταν μαθητής ακόμα της Ιωνιδείου Σχολής μαζί με τον αδερφό του τον Γιάννη, "στρατολόγηθηκαν" απο τον Πέτρο Δημητρόπουλο που ήθελε να επανασυστήσει το τμήμα μπάσκετ του Ολυμπιακού και για αυτόν τον λόγο είχε πάρει αμπάριζα τις γειτονιές και τα σχολεία του Πειραιά. Ήταν τόσο καλός παίχτης ο Αλέκος που γρήγορα αναδείχθηκε σε ηγέτη της ομάδας, οδηγώντας την στο πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1949 με νίκη εναντίον του Τρίτωνα μέσα στην έδρα των Αθηναίων, το ανοιχτό της οδού 3ης Σεπτεμβρίου. Τον Μάϊο του ίδιου χρόνου πήγε στην Αίγυπτο με την εθνική ομάδα για τους Πανευρωπαικούς κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ταξιδεύοντας μέχρι την χώρα των Φαραώ ακτοπλοϊκώς μαζί με τον Ταλιαδώρο και τον Κωστόπουλο που επίσης δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν με το αεροπλάνο μαζί με την υπόλοιπη ομάδα.
Γύρισε όμως μαζί με τους συμπαίκτες του και την μεγαλύτερη διάκριση μέχρι τότε στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, την τρίτη θέση σε αυτό το λειψό Ευρωμπάσκετ των επτά ομάδων. Θεωρείται σίγουρο πως ο Σπανουδάκης χρησιμοποιήσε σε αυτό το τουρνουά το μεγάλο του όπλο που διεκδικούσε την "πατέντα", τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο (Οι γείτονες Ιταλοί έχουν διαφορετική άποψη για τον "πατέρα" αυτής της εμβληματικής ενέργειας).
Αναφερόμαστε φυσικά στο τζαμπ σουτ, κίνηση την οποία ο αθλητής είχε ξεσηκώσει απο τους ναύτες του 6ου Αμερικανικού Στόλου που ναυλοχούσε εκείνη την εποχή στον Πειραιά και συγκεκριμένα απο έναν ναύτη του αεροπλανοφόρου Κόραλ Σι ονόματι Τρις. Το δούλεψε ένα ολόκληρο καλοκαίρι με πολύωρες ατομικές προπονήσεις στο τσιμεντένιο γήπεδο ενός εργοστασίου και εις βάρος της μόρφωσης του αφού έκανε κοπάνες απο το φροντιστήριο που πήγαινε για να δώσει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, στο οποίο όπως ήταν φυσικό δεν πέρασε ποτέ.
Ο Σπανουδάκης συνέχισε να παίζει μπάσκετ ταυτόχρονα με την εργασία του στη ΔΕΗ, να σκοράρει με την ερυθρόλευκη φανέλα και ενίοτε να παίζει ξύλο με τον φίλο του και συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα, τον Νίκο Σκυλακάκη. Απο τη Γαλανόλευκη αποσύρθηκε το 1956 και αφοσιώθηκε στον Ολυμπιακό με τον οποίο κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1960 και συμμετείχε στην πρώτη έξοδο των Ερυθρόλευκων στην Ευρώπη με αντίπαλο τη Γαλατασαράι. Έκλεισε την καριέρα του το 1964 παραμένοντας στον χώρο ως προπονητής και πρωτοστατώντας στην δημιουργία των Ακαδημιών μπάσκετ του Ολυμπιακού. Του άρεσε να κάνει βόλτες στα ανοιχτά γηπεδάκια της λέσχης του συλλόγου στο Πασαλιμάνι και σε μια τέτοια βόλτα είδε τον Γιώργο Σιγάλα και τον προέτρεψε να εγγραφεί στα μικρά τμήματα των Ερυθρόλευκων.
Πρωτοπόρος, σκαπανέας και ακούραστος εργάτης του αθλήματος, τώρα πια ο Αλέκος Σπανουδάκης παίρνει το σκριν στον Παράδεισο απο τον αδερφό του και εξαπολύει το φαρμακερό τζαμπ σουτ προσέχοντας να μην πάρει τη μπάλα ο αέρας. Γειά σου κυρ Αλέκο...