Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Το βράδυ της 15ης Απριλίου 1993, το παρκέ του ΣΕΦ είχε κατακλυστεί από ανάμεικτα συναισθήματα. Την ώρα που ο Ρισάρ Ντακουρί έπαιρνε στα χέρια του το αγαλματάκι του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ένας δακρυσμένος Τόνι Κούκοτς με το μυαλό ήδη στο ΝΒΑ έβλεπε τον αγαπημένο του προπονητή να κατακτά το τρόπαιο με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που ανέβασε δύο φορές τη Γιουγκοπλάστικα στην κορυφή. Από το μπάσκετ της επόμενης χιλιετίας που έπαιξε η ομαδάρα του Σπλίτ, πέρασε στο άλλο άκρο της καταστροφής, των επιθέσεων, στο όριο των 30 δευτερολέπτων, απαγόρευση του αιφνιδιασμού δια ροπάλου και απίστευτο ξύλο στην άμυνα. Αυτό ήταν το δόγμα του "Μπόζα" που επικρίθηκε και λοιδορήθηκε αλλά έδωσε στη Λιμόζ το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ήταν ο μοναδικός τρόπος που θα μπορούσε να κερδίσει τους άλλους τρεις μνηστήρες του τροπαίου που θεωρητικά ήταν καλύτερες ομάδες. Και πρώτη από όλες ο αντίπαλος στον ημιτελικό, η Ρεάλ.
Η Βασίλισσα της Ευρώπης μπήκε στο γήπεδο με τον αέρα του φαβορί και έτοιμη να ξεδιπλώσει τις αρετές της στο παρκέ. Δηλαδή το γρήγορο μπάσκετ με πολλές πάσες και τροφοδότηση του Σαμπόνις. Αντί για αυτό έπεσε πάνω στο αμυντικό τείχος των "Λιμουζό" που της επέτρεψε να κάνει μόνο 35 επιθέσεις, τις περισσότερες τραβηγμένες από τα μαλλιά. Οι Γάλλοι όμως έπρεπε και να σκοράρουν. Εκεί ανέλαβε δράση ο "πολυβολητής" από το Χιούστον, ο Μάικλ Γιανγκ. Όσο για τον Αρβιντας; Με 19 πόντους και 10 ριμπάουντ και παρά το ξυλικι από Ρέντεν και Μπιτέρ, έκανε μεγάλες προσπάθειες για να βοηθήσει την ομάδα του . Αλλά δεν αρκούσαν και το σφύριγμα της λήξης βρίσκει νικητές τους Γάλλους να πανηγυρίζουν την πρόκριση. Το ίδιο έντονα πανηγύριζαν και στην κερκίδα οι 12000 οπαδοί του ΠΑΟΚ. Πίστευαν ότι θα είχαν εύκολο έργο στον τελικό που σίγουρα θα βρισκόταν η ομάδα τους. Και ποιος να τους κατηγορήσει για αυτή την αισιοδοξία; Ο Δικέφαλος τού Βορρά της περιόδου 92-93 ήταν από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης και σίγουρα διέθετε την κορυφαία πεντάδα. Με Κορφα-Πρελεβιτς να οργανώνουν και να εκτελούν αντίστοιχα ενώ η front line με Μπάρλοου, Λέβινγκστον και Φασούλα έμοιαζε ανίκητη. Η Μπενετόν ναι μεν διέθετε τον Κουκοτς αλλά ο ΠΑΟΚ είχε όλα τα φόντα για να φέρει το ματς στα μέτρα του.
Στο μπάσκετ όμως όπως και στη ζωή πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψιν μας τον αστάθμητο παράγοντα. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση λεγόταν Μαουρίτσιο Ραγκάτσι. Και αν θέλουμε να το πάμε ακόμα παραπέρα τότε θα πρέπει να πούμε ότι η θέα Τύχη και το τουμπαρισμένο αυτοκίνητο του Χρήστου Τσέκου εκριναν εκείνον τον ημιτελικό. Τι θυμάμαι από εκείνο το ματς; Καταρχήν την πληθωρική εμφάνιση του Κουκοτς με 15 πόντους, 10 ριμπάουντ και 8 ασίστ με αποκορύφωμα ένα κάρφωμα μέσα στα μούτρα του "Πάνι". Το γρήγορο φόρτωμα του Φασούλα με φάουλ. Ήδη από τα μέσα του πρώτου ημιχρόνου είχε τρία. Ο άτεχνος αλλά πολύ δυνατός Ρουσκόνι έκανε πάρτι κάτω από τα καλάθια εκμεταλλευόμενος τις "πάρε βάλε" πάσες του Τόνι. Εάν ο ΠΑΟΚ διέθετε τον Τσέκο που μια εβδομάδα πριν από το Φάιναλ φορ τραυματίστηκε σε τροχαίο, τότε ο ημιτελικός θα είχε άλλη πορεία. Τα τέσσερα συνεχόμενα τρίποντα του Μασιμο Ιακοπίνι που εκείνο το βράδυ μεταμορφώθηκε σε "Πυροβολίνι" και εκτέλεσε τον Δικέφαλο. Και ασφαλώς τη μαχαιριά του Ραγκάτσι στα 3 δευτερόλεπτα όταν όλη η άμυνα έκλεισε πάνω στον Κούκοτς και ο Ιταλός έμεινε εντελώς αμαρκάριστος στη γωνία. Φυσικά δεν γίνεται να μην κάνουμε ειδική μνεία στην ανεκδιήγητη από τότε ΕΡΤ που στην κρίσιμη τελευταία επίθεση του ΠΑΟΚ προτίμησε να προβάλλει διαφημίσεις (!!!!!!!). Έτσι είδαμε σε μαγνητοσκόπηση τον Μπανε να σουτάρει από το κέντρο το τρίποντο της απελπισίας και δεν μάθαμε ποτέ αν όντως η εντολή του Ντούντα ήταν η μπάλα να πάει στον Λέβινγκστον. Με αυτά και με αυτά όμως το αποτέλεσμα ήταν ένα. Η ήττα με 79 - 77 και η μεγαλύτερη μέχρι τότε χαμένη ευκαιρία για το ελληνικό μπάσκετ, να φέρει το Κύπελλο Πρωταθλητριών στη χώρα μας.
Αντί λοιπόν για τα δύο φαβορί, στο παρκέ του ΣΕΦ για τον μεγάλο τελικό παρατάχθηκαν τα δύο αουτσάιντερ. Η λογική έλεγε Μπενετόν αλλά η λογική δεν παίζει μπάσκετ. Ο αγώνας ξεκίνησε με τον Ζντοβτς πάνω στον Κούκοτς αλλά τη ζημιά αρχικά την έκανε ο Αμερικανός Τερι Τινγκλ με 13 πόντους σε ισάριθμα λεπτά. Ο Μάλκοβιτς θα σηκώσει εσπευσμένα τον Ντακουρί από τον πάγκο και ο γερολυκος Ρισάρ θα καταφέρει να περάσει χειροπέδες στο πρώην παίκτη των Λέϊκερς. Ο Τόνι δυσκολευόταν στο σκοράρισμα με το "Ξανθό Σκυλί" κολλημένο πάνω του και προτιμούσε να πασάρει και έτσι έμεινε ο παίκτης κλειδί του ημιτελικού Ρουσκόνι να τραβάει το κουπί . Από την άλλη μεριά, η μπάλα στον Γιανγκ και έχει ο Θεός. Το ημίχρονο τελειώνει με προβάδισμα 6 πόντων των Ιταλών. Η κακοποίηση του αθλήματος συνεχίστηκε και στο δεύτερο ημίχρονο. Όμως η Λιμόζ βρήκε απρόσμενο ήρωα στο πρόσωπο του Τζιμ Μπιλμπά. Εκτός από τους 15 πόντους που πέτυχε - συνήθως από επιθετικά ριμπάουντ - μάρκαρε πολύ αποτελεσματικά αρχικά τον Ρουσκόνι και όταν ο Ζντοβτς κουράστηκε ανέλαβε τον Κούκοτς. Έτσι σιγά σιγά η διαφορά μαζεύτηκε και οι "Λιμουζό" πέρασαν μπροστά. Εκεί αποφάσισε να μιλήσει ο καλύτερος μπασκετμπολιστας της Ευρώπης. Με τρία συνεχόμενα τρίποντα η "Αράχνη του Σπλίτ" έφερε τον αγώνα στην κόψη του ξυραφιού. Όλοι ήξεραν ποίος θα πάρει την τελευταία επίθεση. Ο Κούκοτς την ξεκινάει με τον Γιούρι βδέλλα επάνω του. Φτάνει στην κορυφή της ρακέτα και με τις αλλαγές των σκριν βρίσκει μπροστά του τον Φορτέ. Έχει δύο επιλογές. Ή θα πάρει τον διάδρομο για διείσδυση ή με την ψυχολογία στα ύψη θα σουτάρει για τρεις. Και ενώ φαίνεται ότι αποφασίζει το δεύτερο, ο Γάλλος playmaker θα του κλέψει τη μπάλα μέσα από τα χέρια. Στη ρουλέτα των βολών οι παίκτες της Λιμόζ θα αποδειχθούν τέρατα ψυχραιμίας και το σφύριγμα του Πολωνού Ζιχ θα τους βρει Πρωταθλητές Ευρώπης. Οι Ιταλοί διαμαρτύρονταν για τη διαιτησία και την ανοχή στο ξύλο αλλά δεν είχαν καμμία τύχη. Σε ένα μισοάδειο ΣΕΦ - μετά την επιδεικτική αποχώρηση στο ημίχρονο των οπαδών του ΠΑΟΚ επίσης ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαιτησία του ημιτελικού - ο Στάνκοβιτς έδινε το τρόπαιο (;) στην πιο - ας μου επιτραπεί η έκφραση - αντιμπασκετική ομάδα στην ιστορία των Φάιναλ φορ. Το αποτέλεσμα σίγουρα δικαίωνε τον Μάλκοβιτς αλλά ποίος μπορεί να ψέξει τον Πέταρ Σκάνσι που δήλωσε ότι "Σήμερα πέθανε το μπάσκετ. Αν έτσι είναι το μέλλον, εγώ θα ανοίξω πιτσαρία". Στον αντίποδα ο "Μποζα" θα του απαντούσε "Και εγώ όταν είχα τον Κούκοτς είδατε τι μπάσκετ έπαιξαν οι ομάδες μου". Και μεταξύ μας, δεν είχε και πολύ άδικο. Με την εξαίρεση της τριάδας Ζντοβτς, Γιανγκ, Ντακουρί και τα αθλητικά προσόντα του Μπιλμπά, οι υπόλοιποι παίκτες της Λιμόζ μόνο φτιαγμένοι για μπασκετμπολιστες δεν ήταν. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να βρει τον τρόπο να νικάει. Και αυτός ήταν ο "στραγγαλισμός" των αντιπάλων. Αυτή η τακτική και νοοτροπία επικράτησε τα επόμενα χρόνια όπως δείχνουν οι τελικοί των επόμενων Φάιναλ φορ. Ειδικά ο τελικός του 1998 με την ΑΕΚ να κάνει αρνητικό ρεκόρ πόντων με 44. Ευτυχώς για όλους μας δεν κράτησε πολύ. Η Ζαλγκίρις το 1999 μας θύμισε ότι καλή η άμυνα που τσακίζει κόκκαλα αλλά η μαγεία του μπάσκετ βρίσκεται στην επίθεση. Και θέτοντας νέα δεδομένα έβγαλε το άθλημα από την κινούμενη άμμο που δεν επέτρεπε την εξέλιξη του. Κάποια στιγμή θα θυμηθούμε το κατόρθωμα των παιδιών του Καζλάουσκας που για καλή μας τύχη, ανέστησαν το μπάσκετ...