Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Ο οδηγός του μικρού λεωφορείου που κινούταν σε εκείνον τον θεοσκότεινο επαρχιακό δρόμο, προσπαθούσε να εστιάσει την προσοχή του στην οδήγηση, γεγονός καθόλου εύκολο αφού τα τροχιοδεικτικά πυρά των πυροβόλων που πολιορκούσαν το Σαράγεβο φαινόντουσαν ακόμα και δέκα χιλιόμετρα μακριά.
Μέσα στο όχημα επικρατούσε απόλυτη σιωπή, οι επιβάτες ήταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Χρειαζόταν κουράγιο για αυτό που είχαν σκοπό να κάνουν αλλά από την άλλη οι οικογένειες τους, οι δικοί τους άνθρωποι έμειναν πίσω στην πολιορκημένη πόλη με τη δαμόκλειο σπάθη του θανάτου να κρέμεται καθημερινά πάνω από τα κεφάλια τους. Αν υπήρχε η δυνατότητα κάποιος να δει και να ακούσει τα εσώψυχα τους, η ανησυχία και ο φόβος ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν.
Το μόνο που τους έδινε κουράγιο ήταν η παρουσία του ανθρώπου-σύμβολο, αυτού που παρόλα τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν, μπήκε μπροστά σε αυτή την αποστολή που είχε σκοπό να δείξει σε όλη την Ευρώπη πως στα αιματοβαμμένα Βαλκάνια μια χώρα, μια νέα πατρίδα ήθελε να δηλώσει την ύπαρξη της.
Ο τρόπος που επιλέχθηκε ήταν η συμμετοχή στο επερχόμενο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Γερμανίας, είχαν μία και μοναδική ευκαιρία να ακουστεί η φωνή του λαού τους, η φωνή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Οι εφτά πρώην Γιουγκοσλάβοι και τώρα Βόσνιοι μπασκετμπολίστες με επικεφαλής τον μεγάλο Μίρζα Ντελίμπασιτς, απείχαν λίγα χιλιόμετρα από το Πάζαριτς, τo μικρό χωριό που είχε μείνει αλώβητο από τις επιθέσεις του σερβικού στρατού. Από εκεί ακολουθώντας μη πολυσύχναστους δρόμους, θα έφταναν στα σύνορα με την Κροατία και μετά θα περνούσαν σε ιταλικό έδαφος και συγκεκριμένα στη Μπολόνια.
Στη βόρεια Ιταλία έφτασαν την 1η Απριλίου του 1993, ακριβώς έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα του πολέμου και εκεί ενσωματώθηκαν στην ομάδα οι τρεις παίχτες που αγωνίζονταν στο εξωτερικό συν τον Ιμπραήμ Κρέχιτς που θα αναλάμβανε την τεχνική καθοδήγηση. Ο Μίρζα δεν ήταν προπονητής, η προσωπική του αύρα όμως ήταν τέτοια που λειτουργούσε ως μέντορας για τους συμπατριώτες του μπασκετμπολίστες. Οι δώδεκα Βόσνιοι πήγαν στο Βρότσλαβ καταφέρνοντας να κερδίσουν την πρόκριση για τη Γερμανία με απώτερο σκοπό να εκπροσωπήσουν μία πατρίδα που καλά καλά δεν είχε τη δική της σημαία, όταν οι παίχτες μπήκαν στο παρκέ για την πρώτη προπόνηση στο γήπεδο της Καρλσρούης που φιλοξενούσε τα παιχνίδια του δευτέρου ομίλου, είδαν στην οροφή αναρτημένες μόνο τις τρεις σημαίες της Ρωσίας, της Σουηδίας και της Ισπανίας, η δική τους που υποδήλωνε την ανεξαρτησία της χώρας δεν υπήρχε πουθενά (στην πορεία του τουρνουά αποκαταστάθηκε αυτή η παράλειψη).
Με το σώμα τους στη Γερμανία και το μυαλό τους στο Σαράγεβο, ο Σαμπαχουντίν Μπιλάλοβιτς, ο Σαμίρ Άβντιτς με τον Μάριο Πρίμορατς, ο Σέναντ Μπέγκοβιτς, ο Άντις Μπετσιράτζιτς, ο Εμίρ Μούταπσιτς και ο Γκόρνταν Φίριτς, ο Εμίρ Χάμιλιτς, ο Ίλια Μάσνιτς και ο Σαμίρ Σελέσκοβιτς ρίχτηκαν στη μάχη του Ευρωμπάσκετ ξεχνώντας για λίγο τις πραγματικές θανατηφόρες μάχες στη Βοσνία.
Ήταν καλοί μπασκετμπολίστες, όλοι είχαν παραστάσεις από υψηλού επιπέδου αγώνες, ο Μπιλάλοβιτς, ο Άβντιτς και ο Πρίμορατς είχαν στην κατοχή τους μετάλλια και τίτλους με τους Πλάβι. Κατάφεραν να περάσουν ως τρίτοι από τον όμιλο, προκρίθηκαν και από τη δεύτερη φάση για να τελειώσει το ταξίδι τους στο Μόναχο, όταν ηττήθηκαν στα προημιτελικά από τους Κροάτες. Ήταν όμως το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τους Βόσνιους, ο μεγάλος στόχος είχε επιτευχθεί.
Κάθε φορά που πατούσαν παρκέ δεν αγωνίζονταν μόνο εναντίον του εκάστοτε αντιπάλου αλλά και απέναντι στα άρματα μάχης, τα πυροβόλα, τα όπλα και τις σφαίρες. Άοπλοι ήρωες, στρατιώτες χωρίς κράνη, που επιδίδονταν σε ένα άλλο είδος πολέμου. Ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες και τις προσδοκίες, η εθνική ομάδα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης του 1993 ήταν η απτή απόδειξη μίας ουτοπικής πραγματικότητας, εκεί που ο θάνατος δεν ήταν παρών και η ζωή συνέχιζε να κυλά...