Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Όπως έχω ξαναγράψει, μεγάλωσα στα Πατήσια με το σπίτι μου να απέχει 200 μέτρα στην ευθεία απο το γήπεδο του Σπόρτιγκ.
Λογικό λοιπόν οι πρώτες εικόνες που έχω απο αγώνες μπάσκετ να είναι συνυφασμένες με το κλειστό της οδού Ηλία Ζερβού και ήταν κάπου το 1991 που βρέθηκα για πρώτη φορά στην τσιμεντένια κερκίδα απο τη μεριά της Σαρανταπόρου για να παρακολουθήσω έναν αγώνα της Α2 εθνικής κατηγορίας που αγωνιζόταν τότε ο Σπόρτιγκ του Βαγγέλη Νικητοπούλου, του Άγγελου Παπαδημητρίου, του Ανδρέα Πολέμη, του Κώστα Ζέρβα και του Κορρέ.
Χαζεύοντας το σκούρο καφέ παρκέ του γηπέδου, το μάτι μου έπεσε σε ένα δίμετρο παλληκάρι με εντυπωσιακή σωματοδομή που κάρφωνε συνεχώς τη μπάλα στην προθέρμανση. Λίγο αργότερα πήρε θέση στο τζαμπολ του αγώνα και παρότι ήταν το 4αρι της ομάδας, του άρεσε να βγαίνει προς τα έξω και να σουτάρει απο τα 6.25 μέτρα. "Ποιος είναι αυτός ρε" ρώτησα τον φίλο μου τον Τόλη αλλά φυσικά δεν έλαβα καμία απάντηση. Οι γνώσεις του όπως και οι δικές μου εκείνη την εποχή δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με την ταπεινή Α2 τρομάρα μας αφού στα εντεκάχρονα μάτια μας μόνο την Α1 και το ΝΒΑ, απο Τζόρνταν και πάνω εννοείται τους κάναμε την τιμή να τα μελετάμε εμπεριστατωμένα στις σελίδες του "Τριπόντου".
Έπρεπε να μεγαλώσω λίγο για να μάθω περισσότερα για την πορεία του Δημήτρη Αβδάλα απο την Καλαμάτα στον Άρη και απο εκεί στον Σπόρτιγκ όπου βρέθηκε με την προοπτική να κάτσει τρία χρόνια και τελικά ρίζωσε. Γεννημένος το 1971, ο "Aμπντί" όπως ήταν το παρατσούκλι του στον Ποσειδώνα, τράβηξε το ενδιαφέρον του πρωταθλητή Άρη σε ηλικία μόλις 17 χρονών όταν έκανε τρομερά παιχνίδια στα τελικά του Πανελληνίου πρωταθλήματος Εφήβων στην Καστοριά και την Τρίπολη και κατόπιν στο Ευρωμπάσκετ Εφήβων του Τιτοβερμπάς το 1988.
Με εισήγηση του Νίκου Κεραμέα και του έφορου της εφηβικής ομάδας του Άρη, Κώστα Καραφέρη, ο Άκης Μιχαηλίδης ταξίδεψε μέχρι την Καλαμάτα για να κλείσει τη μεταγραφή του νεαρού Δημήτρη με ένα ποσό που έφτασε στα 19 εκατομμύρια δραχμές με τα 16 να μπαίνουν στο ταμείο του Ποσειδώνα και τα υπόλοιπα να τα λαμβάνει ο παίχτης ως πριμ μεταγραφής.
Απο τα ανοιχτά γήπεδα της Γ εθνικής, ο Αβδάλας που ειρήσθω εν παρόδω πήγε στη Θεσσαλονίκη ως τριάρι, βρέθηκε να κάνει προπονήσεις με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη και να ακούει επί καθημερινής βάσεως τα γκάζια του Ιωαννίδη. Στον έναν χρόνο παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, ο Δημήτρης δεν βρήκε χρόνο συμμετοχής αλλά βρέθηκε αρκετές φορές στη δωδεκάδα, ταξίδεψε στο Μόναχο και έκατσε στον πάγκο ως μέλος της ομάδας ενώ εμπλούτισε τη συλλογή του με τα χρυσά μετάλλια του πρωταθλητή και κυπελλούχου. Ταυτόχρονα έμαθε να δουλεύει σε επαγγελματικά πρότυπα, ωρίμασε και έβαλε τις βάσεις για την αξιόλογη καριέρα του τα επόμενα χρόνια.
Αυτά τα χρόνια που τον βρήκαν στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1989 ως αντάλλαγμα με υποσχετική στον Σπόρτιγκ για να καπαρώσει ο Άρης τον δευτεραθλητή Ευρώπης στο Ζάγκρεμπ, Ντίνο Αγγελίδη. Τελικά ο Αγγελίδης πήγε στη συμπρωτεύουσα την επόμενη χρονιά μετά απο ένα πολύκροτο σήριαλ ενώ για τον Δημήτρη τα τρία χρόνια του δανεισμού του με την προοπτική επιστροφής αντί 50 εκατομμυρίων, έγιναν πέντε και αργότερα δέκα για να μονιμοποιηθεί τελικά με το νούμερο 7 στην κυανέρυθρη φανέλα του.
Όλοι οι προπονητές που πέρασαν απο τον πάγκο του Σπόρτιγκ τον εμπιστεύτηκαν γιατί έβλεπαν στο πρόσωπο του έναν μαχητή με πολλή καλή γνώση των βασικών, εξαιρετικό αμυντικό με δύναμη αλλά και τεχνική. Το κακό για τον Αβδάλα και την εξέλιξη του, ήταν το γεγονός πως λόγω του φιλότιμου του και του χαρακτήρα του, έβαλε τις ανάγκες της ομάδας πάνω απο τις δικές του και δεν μπόρεσε να εξελιχθεί ως παίχτης. Τις περιόδους που ο Σπόρτιγκ βρισκόταν στην Α2 χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον στο 4 ενώ το ίδιο βιολί συνεχίστηκε και στην Α1 με τον ύψους 2.00 μέτρων Δημήτρη να δίνει σκληρές μάχες κάτω απο τις ρακέτες με τους αντιπάλους ψηλούς και νομίζω πως θυμόμαστε οι περισσότεροι τι "θωρηκτά" είχαν στα ρόστερ τους εκείνη την εποχή οι ομάδες της Α1.
Ο "Αμπντί" έμεινε στα Πατήσια, έζησε μεγάλες στιγμές με τον Σπόρτιγκ, σπουδαίες νίκες και εξόδους στο Κύπελλο Κόρατς, έγινε αρχηγός και σημαία της ομάδας και σίγουρα κατάφερε αρκετά στα χρυσά χρόνια του ελληνικού μπάσκετ. Αλλά πιστεύω πως οι δυνατότητες του ήταν ακόμα περισσότερες, μπορούσε ασυζητητί να σταθεί σε πιο υψηλό επίπεδο, ίσως όμως έπραξε πιο πολύ με το συναίσθημα παρά με το μυαλό. Κάπου εδώ έρχεται το ερώτημα για το αν ο Δημήτρης Αβδάλας έπρεπε να σκεφτεί το δικό του συμφέρον και όχι αυτό του συλλόγου. Ναι, πιθανόν να έπρεπε να το κάνει αλλά σε αυτή την περίπτωση θα απολάμβανε της ίδιας εκτίμησης στον χώρο του μπάσκετ όπου όλοι μιλούν για ένα απο τα καλύτερα παιδιά με αρχές και ηθικές αξίες; Νομίζω πως ο ίδιος θα προτιμούσε αυτόν τον δρόμο...