Παρακαλώ περιμένετε...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗΣ: ΤΟ "ΘΡΥΛΙΚΟ" 13ΑΡΙ

  • 22/09/2021

Ένα μικρό αφιέρωμα στην καριέρα του μεγάλου Γιώργου Καστρινάκη.

Η φανέλα με το νούμερο 13 δεν θα φορεθεί ξανά από κάποιον παίκτη του Παναθηναικού, καθώς έχει αποσυρθεί προς τιμήν του Δημήτρη Διαμαντίδη. Τι συμβαίνει όμως με την αντίστοιχη φανέλα του “αιώνιου” και ίσως και προαιώνιου αντιπάλου, του Ολυμπιακού?

 

Προφανώς όπως θυμάστε οι περισσότεροι, μέχρι κάπου εκεί στο 2000 τα διαθέσιμα νούμερα στις φανέλες του μπάσκετ ήταν από το 4 έως το 15. Τότε πάρθηκε και η απόφαση της απελευθέρωσης των αριθμών της φανέλας, με σκοπό να “γίνουμε ΝΒΑ” , η οποία βέβαια στην Ελλάδα διαδόθηκε ελάχιστα αργότερα. Η συνήθεια έλεγε λοιπόν πριν από το 2000, ότι τα μικρά νούμερα (4-8) τα μοιράζονταν οι “κοντοί” ενώ τα μεγάλα “11-15” τα μοιράζονταν οι “ψηλοί”. Φυσικά μετά το 2000 οι κάτοχοι του 13 γίνανε πιο σπάνιοι και από όσο θυμάμαι στον Ολυμπιακό το έχουν φορέσει μετά το 2000 οι Μοράλες, Βασιλόπουλος, Φέμερλινγκ, Γιούρκοβιτς, Γκετσεβίτσιους και Στρέλνικς. Ναι έχω καλή μνήμη.

 

Από αυτούς ιδιαίτερη μνεία, σε επίπεδο θρύλου για την ομάδα, μάλλον δεν αντιστοιχεί σε κανένα. Ενώ και πριν από το μιλένιουμ η κατάσταση ήταν λίγο πολύ η ίδια με τον τον Κρίστιαν Βελπ να ξεχωρίζει στους κατόχους της φανέλας την δεκαετία του 1990. Η ιστορία βέβαια της εν λόγω φανέλας ίσως ήταν αρκετά διαφορετική εάν στο τιμόνι της ομάδας για την μισή και βάλε δεκαετία δεν ήταν ο γνωστός προληπτικός, Γιάννης Ιωαννίδης. Ο “Ξανθός” είχε απαγορέψει την χρήση του συγκεκριμένου αριθμού από τους παίκτες της ομάδας. Και έτσι ο Παναγιώτης Φασούλας, ο οποίος ήταν το δίχως άλλο ένας “θρύλος” της ομάδας, περιορίστηκε στο νούμερο 10 και όχι στο αγαπημένο του 13, το οποίο φορούσε για ήδη παραπάνω από 15 χρόνια στην καριέρα του. Αυτός ο εξαναγκασμός του “Πάνι” λαμβάνει ίσως λίγο μεγαλύτερη σημασία, καθώς ο λόγος για τον οποίο είχε διαλέξει το συγκεκριμένο νούμερο ήταν προς τιμήν του μεγαλύτερου παίκτη που φόρεσε το νούμερο 13 στην ιστορία του Ολυμπιακού. Του Γιώργου Καστρινάκη. Και κάπως έτσι με φόντο την κόκκινη φανέλα με το νούμερο 13 ξετυλίγεται αντίστροφα η ιστορία ενός από τους σημαντικότερους ψηλούς στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, ο οποίος βέβαια ποτέ δεν έλαβε την αναγνώριση που το άξιζε.

 

Ο Αμερικανοθρεμμένος “γίγαντας” πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1972, όταν και η διοίκηση Γουλανδρή έφερε την φουρνιά με τους λεγόμενους “ελληνοαμερικάνους” όπως φυσικά ήταν ο Στηβ Γιατζόγλου και ο Πολ Μελίνι. Και από την πρώτη στιγμή έκανε αισθητή την παρουσία του. Και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού με ύψος όχι πολύ πάνω από τα 2 μέτρα, ο Γιώργος Καστρινάκης κυριαρχούσε στον αέρα απέναντι σε παίκτες που ήταν αρκετά ψηλότεροί του. Βασικός λόγος για αυτό, ήταν το τεράστιο άλμα του, το οποίο με τα χρόνια εξέλισσε όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία του παιχνιδιού του. Όσοι τον έχουν δει να παίζει, μιλάνε για έναν παίκτη ο οποίος είχε ανάγει τα ριμπάουντ σε τέχνη, όχι μόνο λόγω του αριθμού τος, αλλά κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο τα έπιανε πάνω από άλλους παίκτες. Για την Ελλάδα των 70ς φυσικά, μία τέτοια αθλητικότητα δεν ήταν κάτι πολύ σύνηθές. Όμως η ικανότητα του Γιώργου στα ριμπάουντ ήταν τέτοια που ξεπερνούσε τα ελληνικά σύνορα. Μάλιστα στις παρουσίες του με την εθνική στις τελικές φάσεις του Ευρωμπάσκετ, δύο φορές είχε αναδειχθεί πρώτος ριμπάουντερ, σε μία άτυπη πρωτιά, καθώς δεν υπήρχε βραβείο για το εν λόγω επίτευγμα.

 

Με τα χρόνια, και κάτω από τις οδηγίες του μεγάλου Κώστα Μουρούζη, αλλά και με την ασταμάτητη όρεξη για δουλειά που τον χαρακτήριζε, ο Γιώργος Καστρινάκης βελτίωσε το παιχνίδι του και στην επίθεση και έγινε ένας πολύ ικανός σκόρερ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πολύχρονη παρουσία του στην πρώτη κατηγορία της Ελλάδας μέτρησε πάνω από 4,700 πόντους ενώ και με την φανέλα της εθνικής Ελλάδος σκόραρε συνολικά 1,612 πόντους σε 158 αγώνες. Για να καταλαβαίνουμε φυσικά για τι μέγεθος μιλάμε, οι περισσότεροι σύγχρονοι εκ των κορυφαίων παικτών της εθνικής μας μετράνε λιγότερους πόντους αλλά και χαμηλότερο μέσο όρο. Φυσικά αυτό συμβαίνει επειδή το μπάσκετ παίζεται με πιο μοιρασμένο χρόνο, αλλά αυτό δεν μειώνει τα νούμερα του μεγάλου Καστρινάκη. Επίσης με τα χρόνια, ακολουθόντας φυσικά και την μόδα της εποχής, καθιέρωσε αυτό το χαρακτηριστικό μούσι, το οποίο σε διάφορα μήκη έχει δημιουργήσει την εικόνα του με την οποία είναι χαραγμένος στην κοινή μνήμη.

 

Κατάφερε ,μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας του Ολυμπιακού, να κατακτήσει τα πρωταθλήματα του 1976 και του 1978, 4 κύπελλα (1976,1977,1978,1980) αλλά και να οδηγήσει ως βασικότατο στέλεχος την ομάδα στο Final Six του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1979. Μια τεράστια για την εποχή επιτυχία. Στο τέλος της καριέρας του έκανε ένα πέρασμα από τον Ηλυσίακό, λίγο πριν, αποφασίσεσει να αποσυρθεί “νικημένος” από τον χρόνο που δεν χαρίζεται σε κανέναν.

 

Επέστρεψε για να συνεχίσει την ζωή του στην Αμερική, όμως μπασκετικά, άφησε πίσω του μία τεράστια μπασκετική παρακαταθήκη. Αριστερόχειρας, με το νούμερο 13, κορυφαίος στην ομάδα του, ο George ή Γιώργος ,όπως το προτιμάτε, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ ενώ κατά πολλούς αποτελεί “τον κορυφαίο ψηλό στην ιστορία του Ολυμπιακού”. Γνώμες είναι αυτές, όμως η κυριαρχία που επέβαλλε στον αέρα μπορεί να δώσει στέρεα επιχειρήματα σε κάποιον για να το υποστηρίξει.

 

 

 

 

 

 

Σαν Σήμερα

24/04/1963

1963: Ο Bob Cousy δίνει το τελευταίο του παιχνίδι με την φανέλα των Celtics, στην νίκη της ομάδας του επί των Lakers με 112-109, που έδωσε το 5ο συνεχόμενο πρωτάθλημα στους Κέλτες.  Ωστόσο αυτό δεν ήταν το τελευταιο του παιχνίδ γενικά καθώς αγωίστηκε για 7 παιχνίδια ως παίκτης προπονητής με την φανέλα των Cincinatti Royals την σεζόν 1969-70.