1987: Σε ένα από τα πλέον ιστορικά παιχνίδια για το Ελληνικό μπάσκετ (εκείνη την εποχή), ο Άρης κερδίζει την Μπαρτσελόνα μέσα στο Παλάου Μπλαουγκράνα με 88-89, με τον Νίκο Γκάλη να κάνει μαγικά και να πετυχαίνει 45!!! πόντους.
Παρακαλώ περιμένετε...
Του Αντρέα Τσεμπερλίδη
Μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου του 1992 το όνομα του Βασίλη Γκούμα, φιγουράριζε φαρδύ πλατύ στην κορυφή των σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος.
Ο "Αυτοκράτορας" σημείωσε 11.030 πόντους με τους περισσότερους από αυτούς να επιτυγχάνονται σε τσιμεντένια γήπεδα και χωρίς τη γραμμή του τριπόντου, ο Γκούμας κάθε άλλο παρά ιδανικές συνθήκες είχε στην πολύχρονη καριέρα του, σαν άνθρωπος ήταν ασυμβίβαστος και είχε το θάρρος της γνώμης του, γεγονός που τον έφερε ουκ ολίγες φορές σε κόντρα με την ΕΟΚ με αποτέλεσμα την τιμωρία του.
Εξαιτίας μιας τέτοιας διένεξης αναγκάστηκε το 1964 να εγκαταλείψει τον Πανελλήνιο στον οποίο είχε μεταγραφεί το 1961 από τον Ολυμπιακό Βόλου και να μετακομίσει στην Αιθιοπία για να αγωνιστεί στο ομογενειακό σωματείο Ολυμπιακός Αντίς Αμπέμπα. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1966 και φόρεσε ξανά τα κυανόλευκα του Πανελληνίου που όμως δεν ήταν πια η μεγάλη ομάδα της δεκαετίας του 50, το βάρος του σκοραρίσματος έπεσε στους ώμους του Βασίλη που ανταποκρίθηκε επάξια. Τέσσερις φορές αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, ρεκόρ μέχρι να το σπάσει και αυτό ο Γκάλης ενώ ήδη από το 65 χρίστηκε διεθνής.
Το 1970 έρχεται σε ρήξη με την τότε διοίκηση του Πανελληνίου και θα ξενιτευτεί ξανά στη Μαύρη Ήπειρο, στη Μοζαμβίκη αυτή τη φορά για να αγωνιστεί για δέκα παιχνίδια με την ομάδα της Σπόρτινγκ Κλάμπ ντε Λορένσο Μαρκές. Οι έριδες όμως και οι καυγάδες κυνηγούσαν τον Βασίλη και παρότι στις διοργανώσεις που συμμετείχε με την εθνική μέχρι το 1975 ήταν συνήθως ο πρώτος σκόρερ της ομάδας μας, ήρθε εκείνη η περίφημη "Σερενάτα του Δούναβη" στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου όταν ο Γκούμας απηυδισμένος από τις συνεχόμενες ήττες αλλά και τη δουλοπρέπεια των επικεφαλής της αποστολής, παρέα με τον Άρη Ραφτόπουλο και τον Απόστολο Κόντο πήραν από το δωμάτιο του φροντιστή Πάνου Μεταξά τα μπουκάλια με το ούζο και το κονιάκ, τα τσολιαδάκια και γενικά τα δώρα που προορίζονταν για τους επικεφαλής της FIBA και αφού ανέβηκαν στην ταράτσα του ξενοδοχείου "Yugoslavija", τα εκτόξευσαν στα γαλάζια νερά του ποταμού.
Η ΕΟΚ τιμώρησε με ισόβιο αποκλεισμό από την εθνική ομάδα τους τρεις πρωτεργάτες και η τελευταία συμμετοχή του Γκούμα με τη γαλανόλευκη ήταν η ήττα από την Τουρκία σε αγώνα κατάταξης για τις θέσεις 9-12 του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του Βελιγραδίου, σε ηλικία 29 χρονών.
Ο Βασίλης αφοσιώθηκε στον Πανελλήνιο και στο σκοράρισμα μέχρι το 1979 όταν και μεταγράφηκε στην ΑΕΚ θέλοντας επιτέλους να κατακτήσει έναν τίτλο. Με τον Δικέφαλο συνέχισε να σκοράρει κατά κόρον κυρίως με αυτό το αρχοντικό τζαμπ σουτ που δύσκολα κοβόταν και τελικά το 1981 με 30 πόντους του "Αυτοκράτορα" το Κύπελλο Ελλάδος ήρθε στη Νέα Φιλαδέλφεια, ακόμα και αν ο Γκούμας δεν πανηγύρισε όσο ήθελε τον μοναδικό τρόπαιο που κατέκτησε, εκνευρισμένος από την ανάδειξη του Κέρτ Ράμπις/Κυριάκου Ραμπίδη σε κορυφαίο παίχτη του τελικού.
Δεν ευτύχησε να κατακτήσει και άλλον τίτλο με τα κιτρινόμαυρα, η ΑΕΚ είχε μπει και αυτή στο μονοπάτι της παρακμής ακόμα και αν ο Γκούμας συνέχισε να "βομβαρδίζει" τα αντίπαλα καλάθια, φτάνοντας στις 3 Δεκεμβρίου του 1983 και εναντίον του ΒΑΟ, τους 10.000 πόντους, ο πρώτος παίχτης στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ που το κατάφερε και δεύτερος μέχρι τότε στην Ευρώπη, ο αγώνας διεκόπη για να τιμηθεί ο Βασίλης για αυτό το τόσο σπουδαίο επίτευγμα και βραβεύτηκε από τον αρχηγό των Θεσσαλονικέων, Αλέκο Παρασκευά.
Από την ΑΕΚ αποχώρησε το 1985 πηγαίνοντας στον Ηλυσιακό, βοηθώντας τον να κερδίσει την άνοδο στη νεοσύστατη Α1 το 1986 και όχι μόνο αυτό αλλά στο πρωτάθλημα της περιόδου 86-87, στην τελευταία σεζόν της καριέρας του αναδείχθηκε δεύτερος σκόρερ βαδίζοντας προς τα 41 του χρόνια.
Ο Γκούμας στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του αγωνίστηκε σε μία εποχή όπου δεν υπάρχουν πολλά τηλεοπτικά ντοκουμέντα, όποτε για τους νεότερους είναι δύσκολο να κατανοήσουν την εξαιρετική πάστα μπασκετμπολίστα που ήταν ο Βασίλης Γκούμας. Αν και σχετικά κοντός με το 1.96 για τη θέση του πάουερ φόργουορντ, ήταν πολύ έξυπνος και η συνεχής κίνηση του χωρίς τη μπάλα για να ξεμαρμαρκαριστεί και να βρει ελεύθερο χώρο για το σουτ ήταν για σεμινάριο.
Όπως και ο φίλος του και συνοδοιπόρος στα ξενύχτια και τη ντόλτσε βίτα, ο αείμνηστος Γιώργος Κολοκυθάς, ο Βασίλης Γκούμας ήταν ένας παίχτης που γεννήθηκε στη λάθος εποχή ή μάλλον μπροστά από την εποχή του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως κλήθηκε στη Μικτή Ευρώπης όταν το ελληνικό μπάσκετ δεν απολάμβανε ιδιαίτερο σεβασμό, ούτε ο ο φιλικός αγώνας που έγινε προς τιμήν του στις 19 Ιουνίου του 1987 στη Θεσσαλονίκη μεταξύ της πρωταθλήτριας Ευρώπης εθνικής μας και της Μικτής Ευρώπης. Μια τιμή που την άξιζε απόλυτα ο "Αυτοκράτορας" Βασίλης Γκούμας...