Παρακαλώ περιμένετε...

ΑΤΣΑ ΝΙΚΟΛΙΤΣ, "Ο ΠΡΟΦΕΣΟΡΑΣ"

  • 08/12/2021

Του Αντρέα Τσεμπερλίδη

Ο Λευτέρης Σούμποτιτς μόλις είχε αφήσει το ακουστικό του τηλεφώνου στη θέση του, φανερά προβληματισμένος. Ο άνθρωπος που λίγες στιγμές πριν μιλούσε μαζί του, ακουγόταν αδύναμος και παραδομένος στη μοίρα του.

"Προφέσορα είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις και αυτή τη φορά" ήταν τα λόγια του Σούμποτιτς σε μια προσπάθεια να δώσει κουράγιο στον καταβεβλημένο άρρωστο που νοσηλευόταν σε εκείνο το νοσοκομείο του Βελιγραδίου. "Όχι Σλόμπο, το νιώθω, το τέλος πλησιάζει" ήταν η απάντηση του Άτσα Νίκολιτς που είχε καταλάβει πως του απέμενε λίγος χρόνος ακόμα. Πέντε μέρες μετά από την τελευταία συνομιλία με τον Σούμποτιτς, στις 12 Μαΐου του 2000 ο σπουδαιότερος προπονητής της γιουγκοσλαβικής μπασκετικής ιστορίας, περνούσε για πάντα στην αιωνιότητα.

O άνθρωπος που μετουσίωνε στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου τα σχέδια της "Αγίας Τετράδας", γεννήθηκε στο Σαράγεβο στις 28 Οκτωβρίου του 1924 και προερχόταν από εύπορη οικογένεια που είχε τις ρίζες της στο Μπρτσκο, μια πόλη στα σύνορα με την Κροατία. Εκείνη την ημέρα η μητέρα του η Κρίστα είχε επισκεφθεί την αδελφή της στην πρωτεύουσα της Βοσνίας όταν ένιωσε τους πόνους της γέννας, ο γιος της βιαζόταν να έρθει στον κόσμο αφού γεννήθηκε εφταμηνίτικος. Ο πατέρας του ο Τζόρτζε ήταν 62 χρονών όταν τον απέκτησε και του είχε τεράστια αδυναμία, ως έμπορος και ιδιοκτήτης ξενοδοχείου μπορούσε να του προσφέρει μια ζωή χωρίς οικονομικό άγχος.

Οι ολοένα αυξανόμενες δουλειές του πατέρα του έκαναν υποχρεωτική για την οικογένεια Νίκολιτς τη μετακόμιση στο Βελιγράδι, εκεί ο Αλεξάνταρ τελείωσε το Γυμνάσιο "Βασιλεύς Αλέξανδρος" στη γειτονιά του Μπάνοβο Μπρντο.
Το 1942 καταμεσής του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ναζιστικής κατοχής, ο Νίκολιτς έδωσε εξετάσεις με σκοπό την εισαγωγή του στη Νομική, ο στόχος ήταν να ακολουθήσει πανεπιστημιακή καριέρα.

Την ίδια περίοδο διοργανώθηκε στο Βελιγράδι και το πρώτο τοπικό πρωτάθλημα, ίσως εκεί έγινε η πρώτη γνωριμία μεταξύ των τεσσάρων ονειροπόλων σχεδόν συνομηλίκων νεαρών Γιουγκοσλάβων. Το σίγουρο είναι η φιλία του με τον Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς, μαζί έπαιζαν αρχικά τένις στο Τασμάινταν και κατόπιν μπάσκετ στο κοκκινόχωμα του Καλέμεγκνταν, παρέα με τον Μπόρα στο μικρό διαμέρισμα της οδού Κόσοβσκα ο Αλεξάνταρ μοιραζόταν τα δέματα με το φαγητό που του έστελνε η μητέρα του από το Μπρτσκο και τραγουδούσαν στον αργό ρυθμό των παραδοσιακών βοσνιακών σεβνταλίνκα.

Όταν ο πόλεμος και η κατοχή τελείωσαν το 1945, η νεολαία της νέας πατρίδας που ανασύρθηκε από τα χαλάσματα, ήθελε να αθληθεί, ήθελε να νιώσει ζωντανή. Το μπάσκετ έδωσε διέξοδο, καινούριοι σύλλογοι ιδρύθηκαν, ο Ερυθρός Αστέρας και η Παρτιζάν ανάμεσα τους. Ο Νίκολιτς, ο Στάνκοβιτς, ο Σάπερ και ο Πόποβιτς εντάχθηκαν αρχικά στο δυναμικό του Αστέρα και πέντε μήνες μετά το τέλος του πολέμου, στη Σουμπότιτσα διεκδίκησαν από την ομάδα του Γιουγκοσλαβικού Στρατού το πρώτο εθνικό πρωτάθλημα για να ηττηθούν με σκορ 21-16.

Οι τέσσερις φίλοι είδαν πως το μπάσκετ είχε προοπτικές, ταίριαζε στην ψυχοσύνθεση του λαού τους, διέθετε όλα τα φόντα και είχε ο,τι χρειαζόταν για να εξελιχθεί και να καθιερωθεί ως το εθνικό άθλημα. Ακόμα όμως χρειαζόταν χρόνο και μπόλικη δουλειά, δεν ήταν έτοιμοι και αυτό φάνηκε στην πρώτη διεθνή διοργάνωση που συμμετείχε η Γιουγκοσλαβία με αυτούς παρόντες ως παίχτες. Το 1950 οι Πλάβι ταξίδεψαν μέχρι την Αργεντινή για να λάβουν μέρος στο πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Οι Γιουγκοσλάβοι καταπόντιστηκαν στη δέκατη και τελευταία θέση του τουρνουά, χάνοντας όλους τους αγώνες που έδωσαν στο Μπουένος Άιρες και τον τελευταίο εναντίον της Ισπανίας στα χαρτιά αφού αρνήθηκαν να αγωνιστούν (Γιουγκοσλαβία και Ισπανία δεν είχαν διπλωματικές σχέσεις).

Όταν επέστρεψαν στο Βελιγράδι και μετά από πολύωρες συζητήσεις στο σπίτι της Κόσοβσκα κατέληξαν στο συμπέρασμα πως θα μπορούσαν να βοηθήσουν το μπάσκετ όχι ως παίχτες αλλά ως προπονητές και παράγοντες. Περίμεναν υπομονετικά τρία χρόνια και το καλοκαίρι του 53 μετά το Ευρωμπάσκετ της Μόσχας και την απόσυρση του Στάνκοβιτς που ήταν ο τελευταίος που αγωνιζόταν η τετράδα παρουσίασε στον επικεφαλής της Ομοσπονδίας Ντανίλο Κλέζεβιτς, το σχέδιο της για την ανάπτυξη του αθλήματος. Ο Κλέζεβιτς αποδείχθηκε διορατικός και δέχτηκε τις εισηγήσεις αυτών των ενθουσιωδών νεαρών, ανάμεσα τους και την ανάθεση της τεχνικής ηγεσίας της εθνικής ομάδας στον 28χρονο Αλεξάνταρ Νίκολιτς.

Οι επιτυχίες δεν ήρθαν αμέσως, ο δρόμος προς την κορυφή δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50 η Γιουγκοσλαβία χτύπησε ταβάνι με την 6η θέση στο Πανευρωπαϊκό του 1957, στο Μουντομπάσκετ βρέθηκε ξανά στον πάτο της βαθμολογίας ενώ δεν συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης. Όμως η δεξαμενή παιχτών παρήγαγε τελικά αποτέλεσμα, με παίχτες όπως ο Ντανέου, ο Τζέρτζα και φυσικά ο Κόρατς. Και το πρώτο μετάλλιο για το γιουγκοσλαβικό μπάσκετ, η πρώτη δικαίωση για τον Άτσα ήρθε το 1961 στο Βελιγράδι όταν οι Πλάβι βρέθηκαν να παίζουν στον τελικό των Πανευρωπαϊκών με αντίπαλο την πανίσχυρη Σοβιετική Ένωση του "γίγαντα" των 2.20 μέτρων, Γιάν Κρούμινς. Οι παίχτες του Νίκολιτς δεν κατάφεραν να σταματήσουν τον Σοβιετικό, έχασαν με 53-60 αλλά το αργυρό μετάλλιο ήταν μια τεράστια επιτυχία και η πρώτη ένδειξη πως το μοντέλο λειτουργίας της "Αγίας Τετράδας" ήταν αποδοτικό.

Ένα αργυρό και ένα χάλκινο μετάλλιο αντίστοιχα κρέμασαν στον λαιμό τους οι Γιουγκοσλάβοι και το 1963 σε ένα διάστημα πέντε μηνών, από τον Μάϊο μέχρι τον Οκτώβριο στις δύο διοργανώσεις που έγιναν υπό την αιγίδα της FIBA, πρώτα στο Μουντομπάσκετ της Βραζιλίας και κατόπιν στο Ευρωπαϊκό της Πολωνίας. Λίγες μέρες μετά την αυλαία του Ευρωμπάσκετ και έχοντας απόλυτη ελευθερία κινήσεων, ο Νίκολιτς ταξίδεψε στην κοιτίδα του αθλήματος τις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό να εντρυφήσει στον τρόπο δουλειάς των Αμερικανών και να εισάγει νέα στοιχεία στο γιουγκοσλαβικό μοντέλο. Έξι μήνες έκατσε στην Αμερική παρακολουθώντας καθημερινά αγώνες του ΝΒΑ αλλά και των κολλεγίων καθώς και προπονήσεις, ήρθε σε επαφή όπως έλεγε ο ίδιος με ένα άλλο μπάσκετ. Το ταξίδι στην Μέκκα του αθλήματος ήταν κομβικό για την καριέρα του, άλλαξε ολοκληρωτικά τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τις καταστάσεις μέσα στο γήπεδο, ήταν το έναυσμα της δημιουργίας της "σχολής" Νίκολιτς.

Επιστρέφοντας στη Γιουγκοσλαβία όμως η πρώτη εισήγηση που έκανε αφορούσε κάτι άλλο, εκτός προπονητικής. Στην Αμερική είδε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι συνθήκες διεξαγωγής των αγώνων, έπρεπε να δημιουργηθούν κλειστά γήπεδα ώστε οι παίχτες να μην είναι έρμαια του καιρού. Ο ίδιος παρέμεινε στο πηδάλιο της εθνικής μέχρι και το Ευρωμπάσκετ του 1965 και μετά παρέδωσε τα κλειδιά στον Ράνκο Ζεράβιτσα, η ιταλική Πάντοβα τον περίμενε.

Μία μέτρια μέχρι τότε ομάδα του ιταλικού πρωταθλήματος που ο Άτσα με την προσθήκη του Αμερικανού Νταγκ Μόου "του καλύτερου παίχτη που είχα ποτέ" κατά τον ίδιο την έφερε στην τρίτη θέση πίσω μόνο από την Ολύμπια Μιλάνο και τη Βαρέζε με πρώτο σκόρερ τον Μόου. Η επόμενη χρονιά δεν ήταν τόσο επιτυχημένη αλλά η κατηγορία σώθηκε ξανά και ο "Προφέσορας" γύρισε στο Βελιγράδι έχοντας μπει όμως στο στόχαστρο των μεγάλων ιταλικών ομάδων.

Θέλοντας να είναι κοντά στη σύζυγο του και τις δύο κόρες του έμεινε για δύο χρόνια στη Γιουγκοσλαβία με την ΟΚΚ, βρισκόταν στο Βελιγράδι όταν έμαθε τα νέα για τον τραγικό θάνατο του Κόρατς στις 2 Ιουνίου του 1969. Η απώλεια του στοίχισε πολύ στον Νίκολιτς, ο Ραντιβόϊ ήταν ένα από τα αγαπημένα του παιδιά και ο παίχτης πάνω στον οποίο στήριξε το οικοδόμημα των Πλάβι. Στάνκοβιτς, Σάπερ και Πόποβιτς τον πίεσαν για να αναλάβει ξανά την εθνική εν όψει και του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος στη Λιουμπλιάνα αλλά ο Άτσα δεν δέχτηκε και στήριξε τον Ζεράβιτσα.

Και κάπου εκεί ήρθε η πρόταση από τον Τζιοβάνι Μπόργκι για να κάτσει στον πάγκο της Βαρέζε, ο Λομβαρδός ευπατρίδης έβλεπε στο πρόσωπο του τον άνθρωπο που θα του χάριζε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Αυτό ζήτησε από τον Γιουγκοσλάβο και εκείνος λακωνικός όπως πάντα, του απάντησε "Θα γίνει". Η αγέλη ήταν έτοιμη να ριχτεί στο κυνήγι, χρειαζόταν τον αρχηγό της και τον βρήκε σε αυτόν τον μικρόσωμο καθηγητή με τα πονηρά μάτια που έδειχνε μόνο μία φορά τα συστήματα στον μαυροπίνακα και μετά τα έσβηνε, που έδινε τόσο μεγάλη σημασία στη φυσική κατάσταση αλλά ήταν και ένας αληθινός δάσκαλος της τακτικής, ένας άνθρωπος που σεβόταν τους παίχτες του και τους αγαπούσε γιατί θεωρούσε πως " η τέχνη του μπάσκετ εφευρέθηκε από τους παίχτες, όχι από τους προπονητές" και "ο προπονητής οφείλει να μάθει από τους παίχτες του".

Δείχνοντας απόλυτη εμπιστοσύνη λοιπόν στους μπασκετμπολίστες του αλλά και εμπνέοντας τους, ο Νίκολιτς έβαλε τις βάσεις για τη δυναστεία των Ιταλών στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, έφερε τρεις φορές (1970, 72 και 73) το βαρύτιμο τρόπαιο στη Λομβαρδία και συνολικά έντεκα τίτλους, μπόλιασε με το πνεύμα του νικητή τον Μενεγκίν, τον Οσσόλα, τον Ράγκα και τον Μορς. Είχε κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στον Μπόργκι και έτσι αποδέχτηκε την πρόταση που του έκανε ο Ερυθρός Αστέρας το καλοκαίρι του 73, ήταν ο καταλληλότερος για να βάλει σε τάξη τα αποδυτήρια των Crveno Beli που μαστίζονταν από τις κόντρες μεταξύ της "κλίκας" του Σλάβνιτς από τη μία μεριά και του Σιμόνοβιτς από την άλλη. Κανείς από τους δύο όμως δεν τόλμησε να προκαλέσει τη μήνι του Νίκολιτς, ο Αστέρας ήταν υπόδειγμα ομάδας τη σεζόν 73-74 και το τέλος της βρήκε τους Ερυθρόλευκους του Βελιγραδίου, Κυπελλούχους Ευρώπης.

Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Άτσα δούλεψε στο γνώριμο ιταλικό πρωτάθλημα, στην κυανόλευκη πλευρά της Μπολόνια για τη Φορτιτούντο όπου εκεί γνώρισε και τις δύο όψεις του νομίσματος, με έναν οδυνηρό υποβιβασμό την πρώτη χρονιά στη νεοϊδρυθείσα Α2 κατηγορία αλλά και την άνοδο στα σαλόνια της Α1 τη δεύτερη σεζόν.

Στα 52 του πια μετά από σχεδόν 25 χρόνια στους πάγκους, ο "Προφέσορας" μπορούσε αν ήθελε να αποσυρθεί αλλά του έλειπε ένα χρυσό μετάλλιο σε μεγάλη διοργάνωση με την εθνική ομάδα. Οι Πλάβι με την καλύτερη φουρνιά παιχτών της ιστορίας τους μέχρι τότε, είχαν μπει στη "Χρυσή Δεκαετία" και ο Νίκολιτς άδραξε την ευκαιρία να εμπλουτίσει τη συλλογή του με το χρυσό μετάλλιο του Ευρωμπάσκετ το 1977 και τον παγκόσμιο τίτλο την επόμενη χρονιά στις Φιλιππίνες, παίρνοντας τη ρεβάνς και τις δύο φορές από τους Σοβιετικούς για τις ήττες της δεκαετίας του 60.

Έχοντας κατακτήσει σχεδόν τα πάντα σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο, παρέδωσε τα κλειδιά της εθνικής στον παλιό του παίχτη Πέταρ Σκάνσι και προς έκπληξη όλων πήγε στο Τσάτσακ για τη Μπόρατς. Η ομάδα είχε αναδείξει σπουδαίους παίχτες στο παρελθόν όπως ο Κιτσάνοβιτς και ο Ραντμίλο Μίσοβιτς αλλά το διαμέτρημα της ήταν πολύ μικρό για έναν προπονητή με τις περγαμηνές του Νίκολιτς. Παρόλα αυτά, ο "Προφέσορας" δούλεψε όπως αυτός ήξερε και κατάφερε να χαρίσει την έξοδο στο Κύπελλο Κόρατς στη Μπόρατς, εμπιστευόμενος νέα παιδιά σαν τον 17χρονο Γκόραν Γκρμπόβιτς και έναν εγκεφαλικό πλέι μεικερ που τον έλεγαν Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, δείχνοντας πως πίστευε απόλυτα στο δικό του απόφθεγμα πως "ο νεαρός παίχτης πρέπει να βρίσκεται μέσα στο γήπεδο στο τέλος ενός κλειστού αγώνα ακόμα και αν κάνει λάθος και όχι όταν προηγείσαι με 20 πόντους".

Ο Άτσα συνέχισε να είναι ενεργός στους πάγκους μέχρι το 1985 κάνοντας πέρασμα από τέσσερις ιταλικές ομάδες με πρώτο σταθμό τη Βίρτους Μπολόνια, ενδιάμεσους τη Βενέτσια και το Πέζαρο και τελευταίο το Ούντινε. Κατόπιν κατέβηκε από το πάλκο αλλά δεν έφυγε από το μπάσκετ. Συνέχισε να είναι ενεργός από τα παρασκήνια, τώρα πια ήταν ένας μέντορας που στα δικά του αχνάρια θα βάδιζαν οι νέοι προπονητές, σε αυτόν θα απευθύνονταν για συμβουλές.

Όπως έκαναν οι ιθύνοντες της Γιουγκοπλάστικα το καλοκαίρι του 86 όταν και του ζήτησαν να αναλάβει τη νεανική ομάδα του Σπλίτ μετά την αποχώρηση του Σλάβνιτς. Ο Νίκολιτς αρνήθηκε αλλά με το γνωστό του πεσιμιστικό ύφος, πρότεινε έναν βοηθό από τον Ερυθρό Αστέρα λέγοντας τους "Έχω τον κατάλληλο άνθρωπο για εσάς αλλά δεν ξέρω αν έχετε το θάρρος να του δώσετε τη θέση, είναι πολύ νέος, 34 χρονών". Οι επικεφαλής των Žuti δεν το σκέφτηκαν δεύτερη φορά και έσπευσαν να υπογράψουν τον εκλεκτό του Άτσα, έφεραν στο Σπλίτ τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και ο,τι ακολούθησε είναι απλά ιστορία.

Ο επόμενος που χτύπησε την πόρτα του Νίκολιτς ήταν ο νεόκοπος προπονητής της Παρτιζάν που από το 1984 σε ένα τουρνουά που συμμετείχε με την ομάδα και βρέθηκε να το παρακολουθεί ο "Προφέσορας", ο μεταξύ τους διάλογος άλλαξε εντελώς τον τρόπο που έβλεπε μέχρι τότε το παιχνίδι. Ο Ζέλικο είχε αγωνιστεί 38 λεπτά στον αγώνα αλλά είχε σκοράρει μόνο δύο πόντους και καθόταν απογοητευμένος από την απόδοση του στον πάγκο όταν τον πλησίασε ο Νίκολιτς και έκπληκτος τον άκουσε να του δίνει συγχαρητήρια λέγοντας του "Ήσουν ο καλύτερος παίχτης της ομάδας, η οργάνωση σου ήταν υποδειγματική". Ο Ζότς δεν ξέχασε ποτέ του αυτά τα λόγια και τον Ιούνιο του 91 κάλεσε τον Νίκολιτς και αυτός ανταποκρίθηκε αμέσως, ήθελε να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση, οι πιτσιρικάδες της Παρτιζάν άκουγαν με δέος τις συμβουλές του στις προπονήσεις, στο "Θαύμα του Βοσπόρου" ο Ντανίλοβιτς και ο Τζόρτζεβιτς σκαρφάλωσαν στις κερκίδες του Αμπντί Ιπεκτσί για να τον αγκαλιάσουν αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στο κατόρθωμα τους.

Ο "Προφέσορας" δεν αρνήθηκε ποτέ σε όσους ζήτησαν τις συμβουλές του και την καθοδήγηση του, κάπως έτσι βρέθηκε το καλοκαίρι του 92 στον Άρη σε ρόλο τεχνικού συμβούλου του Στηβ Γιατζόγλου. Δεν μακροημέρευσε στον "Αυτοκράτορα" δεχόμενος και την κριτική δια πένας δημοσιογράφων που θεωρούσαν τις ιδέες του παρωχημένες και τον ίδιο προπονητή που το άθλημα τον είχε ξεπεράσει.Την άποψη τους δεν συμμεριζόταν πάντως ο Ρόι Τάρπλεϊ που μέχρι τον θάνατο του μιλούσε με σεβασμό για τον τρόπο δουλειάς του Νίκολιτς.

Η μοίρα τον έφερε ξανά στη Θεσσαλονίκη μετά από δύο χρόνια, ένα άλλο αγαπημένο του παιδί από τα χρόνια της εθνικής -ακόμα και αν τον είχε κόψει από το ρόστερ της ομάδας του 1978- ο Σλόμπονταν Σούμποτιτς που είχε αναλάβει τον Ηρακλή, ζήτησε την αρωγή του για να κολυμπήσει στα βαθιά νερά της προπονητικής. Ο Σλόμπο που μιλάει πάντα με τεράστια σεβασμό και αγάπη για τον "Προφέσορα", έχει να λέει για την βοήθεια του στην εξαιρετική πορεία του Γηραιού τη σεζόν 94-95 στην Α1 και στην Ευρώπη αλλά και γενικότερα για το ποσό πολύ επηρεάστηκε η προπονητική του φιλοσοφία από τον Άτσα.

Έως ότου φύγει από τη ζωή δεν σταμάτησε να μιλάει για το μπάσκετ, να σχεδιάζει συστήματα ακόμα και σε χαρτοπετσέτες από πιτσαρίες στις 3 τα ξημερώματα, να βλέπει τους μαθητές του να θριαμβεύουν και να κερδίζει την παγκόσμια αναγνώριση με την είσοδο του στο Hall of Fame το 1998.

Ο αυτοδίδακτος προπονητής, ο άνθρωπος με το μοναδικό χάρισμα να βλέπει μπροστά από την εποχή του, αναπαύεται στον Κήπο των Επιφανών Πολιτών στο Βελιγράδι και τα λόγια του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς στον αποχαιρετιστήριο λόγο του μας δίνουν μια εικόνα για την κληρονομιά που άφησε στο γιουγκοσλαβικό και ευρωπαϊκό μπάσκετ ο Άτσα Νίκολιτς.

"Είχε τεράστια θέληση για το άθλημα. Ήμασταν πολλοί οι μαθητές του και το πρώτο πράγμα που μας δίδαξε ήταν πως να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Μας χάρισε ανιδιοτελώς τη μεγάλη του γνώση και όλοι εμείς του οφείλουμε πολλά".
Αυτός ήταν ο "Προφέσορας"...

Σαν Σήμερα

20/04/1986

1986: Στην καλύτερή του παράσταση σε playoff , o Michael Jordan θα σημειώσει 63 πόντους, όμως οι Bulls θα ηττηθούν από τους Celtics με 135-131 μετά από 2 παρατάσεις.