Παρακαλώ περιμένετε...

ΑΡΗΣ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΠΟΕΜ ΚΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ

  • 09/04/2021

Του Αντρέα Τσεμπερλίδη

Ο Άρης Ραφτόπουλος (ο Ιωαννίδης που τον αγαπούσε και τον σεβόταν από τα χρόνια που ήταν αντίπαλοι στα γήπεδα και τον επέλεξε ως μάνατζερ την εποχή που προπονούσε την ΑΕΚ, τον έλεγε πάντα Ραπτόπουλο) ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους παλαιάς κοπής που ήξεραν να σταθούν παντού.

Αριστοκράτης και μποέμ, ντόμπρος και ειλικρινής, αρχοντικός και ταυτόχρονα λεβεντάνθρωπος με σήμα κατατεθέν το παχύ μουστάκι που δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Το όνομα του συνδέθηκε με δύο συλλόγους, το Παγκράτι που ανδρώθηκε και τον Ολυμπιακό που υπηρέτησε από δύο διαφορετικά πόστα ως αθλητής, πρώτα ως κολυμβητής και αργότερα ως μπασκετμπολίστας.

Παιδί της ομογένειας ο Άρης, γεννήθηκε στο Πορτ Τεουφίκ της Αιγύπτου το 1951 και στα σχολεία της ελληνικής παροικίας που άκμαζε εκείνη την εποχή στη χώρα των Φαραώ, έκανε τα πρώτα αθλητικά βήματα. Η άνοδος στην εξουσία του Νάσερ και η κρατικοποίηση των βιομηχανιών ανάγκασε τον μηχανικό σε υδραυλικά έργα πατέρα του Ραφτόπουλου να πάρει την οικογένεια του και να εγκατασταθούν το 1961 στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο.

Ο μικρός ασχολήθηκε αρχικά με την κολύμβηση και τις καταδύσεις, δείχνοντας εξαιρετικά στοιχεία και λαμβάνοντας μέρος στα πανελλήνια πρωταθλήματα που διοργανώνονταν στο ανοιχτό κολυμβητήριο πίσω από το Ζάππειο. Παράλληλα έπαιζε και ποδόσφαιρο στον τοπικό Αργοναύτη με συμπαίχτη τον Γιώργο Δεληκάρη και κάπως έτσι το μπάσκετ είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα για τον πολυπράγμονα Άρη.

Ήταν η μεταφορά της οικογενειακής εστίας από τον Πειραιά στο Παγκράτι το 1964 μιας και ο πατέρας του είχε βρει δουλειά ως υπεύθυνος συντήρησης στο Χίλτον και η απαγορευτική για τα δεδομένα της εποχής απόσταση που απομάκρυνε τον Ραφτόπουλο από τις πισίνες και τον έβαλε στο τσιμέντο. Ο Νότης Μαστρογιάννης που είχε πάρει αμπάριζα τα σχολεία της περιοχής ψάχνοντας ταλέντα για να στελεχώσουν την ομάδα, "τσίμπησε" τον πιτσιρικά που εγγράφηκε στο παιδικό τμήμα και τέθηκε υπό τις οδηγίες του Γιάννη Τσιτσιμπάκου.

Το ανοιχτό της οδού Δαμάρεως στον Προφήτη Ηλία έγινε δεύτερο σπίτι για τον Άρη που αφοσιώθηκε στο μπάσκετ και αυτή η αφοσίωση ανταμείφθηκε με την προαγωγή του στην αντρική ομάδα το 1966 με προπονητή τον Μίμη Στεφανίδη. Το 1971 ο 20χρονος γκαρντ και οι συμπαίχτες του, ο Αντώνης Λάνθιμος, ο Νίκος Σισμανίδης, ο Τάκης Μάγλος και ο Αλέκος Κοντοβουνίσιος, έφεραν το Παγκράτι στην ελίτ του πρωταθλήματος καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση ενώ ο παίχτης κλήθηκε και στην εθνική.

Όμως η σπουδαία ομάδα των "Ροσονέρι" είχε μπει σταδιακά στο μονοπάτι της παρακμής παρότι ο Ραφτόπουλος αναδείχθηκε τρίτος σκόρερ την περίοδο 73-74 έχοντας αναλάβει ηγετικό ρόλο αφού η παλιά φρουρά σιγά σιγά αποσυρόταν, για να φτάσουμε στο μοιραίο 1975.

Το Παγκράτι υποβιβάστηκε στη Β εθνική κατηγορία αλλά ο Άρης που ήταν βασικό στέλεχος της Γαλανόλευκης κλήθηκε από τον Βαγγέλη Νικητόπουλο για το Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου. Η εθνική καταποντίστηκε στη διοργάνωση καταλαμβάνοντας τη δωδέκατη και τελευταία θέση αλλά το χειρότερο ήρθε εκτός αγωνιστικών χώρων. Ο Ραφτόπουλος ήταν μαζί με Γκούμα και Κόντο εκ των πρωταγωνιστών της περίφημης "Σερενάτας του Δούναβη" όπως ονόμασε ο Φίλιππος Συρίγος την "ανταρσία" των τριών προαναφερόμενων παιχτών, όταν τσαντισμένοι από τις συνεχείς ήττες αλλά και την δουλοπρέπεια των παραγόντων, πήραν από το δωμάτιο του φροντιστή Πάνου Μεταξά τα μπουκάλια με το ούζο και το κονιάκ, τα τσολιαδάκια και γενικά τα δώρα που προορίζονταν για τους επικεφαλής της FIBA και αφού ανέβηκαν στην ταράτσα του ξενοδοχείου "Yugoslavija", τα εκτόξευσαν στα γαλάζια νερά του ποταμού.

Η ΕΟΚ τιμώρησε την τριπλέτα με ισόβιο αποκλεισμό από την εθνική αλλά και απαγόρευση συμμετοχής στο πρωτάθλημα, στερώντας από τον Ραφτόπουλο που ήταν μόλις 24 τα πιο γόνιμα χρόνια της αθλητικής του καριέρας. Ο Άρης ζήτησε από το Παγκράτι να μεταγραφεί σε άλλη ευρωπαϊκή ομάδα και συγκεκριμένα στη γερμανική Μπάγερν Μονάχου αλλά έπεσε σε τοίχο, οι παίχτες της εποχής ήταν έρμαια στις διαθέσεις των εκάστοτε παραγόντων που εκφράζονταν με την περιβόητη φράση "θα σου καρφώσω το δελτίο στο ταβάνι".

Μην έχοντας άλλη λύση ο Άρης ξενιτεύτηκε στο μακρινό Ιράν και την πρωτεύουσα Τεχεράνη, αγωνιζόμενος για μερικούς μήνες σε τοπικές ομάδες ενώ όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έκανε μόνο προπονήσεις πότε με το Μαρούσι και πότε με το Ηράκλειο στην Κρήτη. Μετά από τρία χρόνια χωρίς αγωνιστική δράση τον είχαν σχεδόν όλοι ξεχάσει, όχι όμως και ο Κώστας Μουρούζης που το 1978 εκμεταλλεύτηκε το γεγονός πως το Παγκράτι που βρισκόταν σε διαρκή ελεύθερη πτώση άφησε επιτέλους τον Άρη ελεύθερο να μεταγραφεί σε ομάδα της αρεσκείας του και αμέσως ο "Ντίνο" που γνώριζε τη μεγάλη του κλάση έσπευσε να αποσπάσει την υπογραφή του για λογαριασμό του Ολυμπιακού.

Με τους Ερυθρόλευκους αγωνίστηκε μέχρι το 1984 και κατέκτησε τον μοναδικό τίτλο της καριέρας του, το Κύπελλο Ελλάδος του 1980 ενώ ήταν και μέλος της ομάδας που έκανε τη μεγάλη πορεία στην Ευρώπη το 78/79 φτάνοντας στην εξάδα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το 84 έφυγε από τον Πειραιά για να πάει λίγο πιο βόρεια προς Νίκαια μεριά, αντικαθιστώντας τον Παναγιώτη Γιαννάκη που είχε φύγει για τον Άρη και έτσι δεν κατάφερε να παίξει παρέα με τον "Δράκο" αν και το 1982 που ο Γιαννάκης είχε βρεθεί κοντά στη μετακίνηση του στον Ολυμπιακό, ο Άρης είχε προσφερθεί οικοιοθελώς να παραχωρήσει τη φανέλα με το νούμερο 6 στον μεγάλο μεταγραφικό στόχο των Πειραιωτών.

Στον Πλάτωνα και με τα κυανόλευκα του Ιωνικού, ο Ραφτόπουλος βοήθησε με την εμπειρία του την ομάδα να σώσει την κατηγορία και εκεί έκλεισε την καριέρα του ως παίχτης για να ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μία νέα ως προπονητής που τον έφερε στον πάγκο πολλών ομάδων και του αγαπημένου του Παγκρατίου συμπεριλαμβανομένου.

Αυτός ο καλλιεργημένος άνθρωπος, που απολάμβανε τη ζωή με τις εξορμήσεις στα βουνά, τα Dunhill του και την κιθάρα του, έφυγε από κοντά μας μια καλοκαιρινή μέρα του 2018 αφού πάλεψε δεκαπέντε χρόνια με τον καρκίνο. Εκεί ψηλά ίσως τα λένε μεταξύ βότκας και ουίσκι με τον Σεργκέι Μπέλοφ που ο Άρης έχοντας εμπιστοσύνη στις όντως εξαιρετικές του αμυντικές δυνατότητες διατεινόταν πριν από έναν αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης πως θα μπορέσει να σταματήσει τον "Τσάρο" για να παραδεχτεί μετά πως "το μόνο που κατάφερα, ήταν να βλέπω μονίμως ένα κόκκινο σορτσάκι στη μούρη μου".

Ακόμα όμως και αν δεν κατάφερε να σταματήσει τον Μπέλοφ, ο Άρης Ραφτόπουλος άφησε μία σπουδαία κληρονομιά και άνθρωποι σαν αυτόν είναι αλήθεια πως λείπουν από το ελληνικό μπάσκετ... 

Σαν Σήμερα